Picture
1.Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι ραγδαίες – εκρηκτικές και γεννούν απόλυτη αμηχανία στον αστικό πολιτικό κόσμο μέσα και έξω από την χώρα.Στην συγκυρία του διεθνοποιημένου άγριου καπιταλισμού και της βαθιάς κρίσης του, η Ελλάδα μετατρέπεται σε αδύνατο κρίκο της ευρωσυνθήκης και των συμφώνων σταθερότητας. Ο ελληνικός λαός, το λαϊκό κίνημα σε αυτήν την χώρα, αποτελεί μια πραγματική ενεργοποιημένηωρολογιακή πολιτική βόμβα στα θεμέλια του διεθνούς τοκογλυφικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.Στις συνθήκες αυτές, ακόμη και η πιθανότητα εκλογικής πολιτικής χειραφέτησης των λαϊκών μαζών, μια εκλογική νίκη μιας πρότασης αριστερής κυβέρνησης, αποτελεί ενδεχόμενο που αντικειμενικά βρίσκεται σε πλήρη αντιπαράθεση με τον πολιτικό αυταρχισμό των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων, της νεοφιλελεύθερης κοινωνικής καταστροφής, της εργατικής αποπτώχευσης,  της εθνικής ταπείνωσης.

2.Το σενάριο αυτό είναι εντελώς εφιαλτικό, τόσο για την κυρίαρχη ελληνική αστική τάξη, η οποία οδήγησε σε μια πρωτοφανή συντριβή τον δικό της πολιτικό και κοινωνικό συνασπισμό εξουσίας, όσο όμως και για το ευρωπαϊκό διευθυντήριο που βλέπει να καταρρέει το πείραμα της εθελοντικής αυτοχειρίας ενός ολόκληρου λαού στον βωμό της διατήρησης του φιλελευθέρου σφαγείου του ευρωπαϊκού τραπεζικού χρήματος, των χαμηλών επιτοκίων και πληθωρισμού. Πρόκειται για μια οριακή στιγμή στις παγκόσμιες ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις.Ζούμε λοιπόν σήμερα ιστορικές στιγμές. «Είμαστε όλοι Έλληνες» φωνάζουν οι λαοί της Ευρώπης. Η καρδιά χτυπάει στην Ελλάδα, χτυπάει δυνατά και χτυπάει αριστερά.

3.Όμως η αμηχανία, δεν αποτελεί προνόμιο μονάχα του αστικού πολιτικού συστήματος που φαίνεται να έχει χάσει σε ελάχιστο πολιτικό χρόνο, όλες τις εφεδρείες του. Η αμηχανία είναιέκδηλη και στην ελληνική αριστερά που φαίνεται ανέτοιμη να εκφράσει και να καθοδηγήσει όλη αυτήν την κοινωνική & πολιτική δυναμική.Από την μια μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να μπορεί να ανταλλάσει, να ενισχύει και να διευρύνει τους δεσμούς του με ένα νέο πλατύ ριζοσπαστικό πολιτικό ρεύμα που γεννιέται στην ελληνική κοινωνία με όρους μαζικούς και πλειοψηφικούς. Είναι το ρεύμα που εμφανίστηκε και έδωσε πρωτοφανή κοινωνική δυναμική στις πλατείες, στις παρελάσεις, στην σύγκρουση με το δεύτερο μνημόνιο. Όμως σωστά επισημαίνεται, ότι χωρίς μια καθαρή προγραμματική στρατηγική σύγκρουσης με την ευρωζώνη, το όποιο ριζοσπαστικό βήμα θα μένει μετέωρο και ανολοκλήρωτο,  όπως επίσης θα μοιάζει πάντα εύκολο για τις δυνάμεις του αστικού κόσμου, ναπολιορκήσουν την όποια δυναμική εκφράζεται στον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον η προστασία του ευρώ μοιάζει να αποτελεί το ακρότατο όριο της πολιτικής του. 

4.Από την άλλη όμως και εκείνες οι δυνάμεις (ΚΚΕ & ΑΝΤΑΡΣΥΑ) που έχουν μια σαφή θέση για την ευρωζώνη και που θεωρητικά είναι εξοπλισμένες με μια σημαντική προγραμματικήπροετοιμασία αναφορικά με την αναγκαιότητα αποδέσμευσης της Ελλάδας από το ευρώ, δεν φαίνεται να μπορούν να τροφοδοτήσουν θετικά και να ανταλλάξουν με όλη  αυτήν την κοινωνική δυναμική η οποία σήμερα συναντιέται με τη αριστερά. Η συζήτηση (όπου ανοίγει), μεταφέρεται για μετά τις εκλογές, τις πιθανά μεγάλες αντιφάσεις που ενέχει το όποιο αποτέλεσμα, του κινδύνους για το λαϊκό κίνημα κλ.π.. Η ίδια συζήτηση όμως παρακάμπτει το κρίσιμο πολιτικό ζήτημα, της ανάγκης να νικήσει η αριστερά σε αυτές τις εκλογές. Η πρόκληση του να σκεφτούμε με κριτήριο μεγαλύτερο του ενός μήνα, υποβιβάζεται στην αμηχανία του να μην σκεπτόμαστεκαθόλου τι θα γίνει αυτόν τον μήνα.Αυτόν τον μήνα όμως η ελληνική κοινωνία είναι καζάνι που βράζει. Τώρα καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, τι σχήμα θα πάρουν οι εκφρασμένες πολιτικές δυναμικές. Όπως πέρυσι, ακριβώς τέτοιον καιρό, ο λαός στις πλατείες άνοιγε δρόμους για την ελληνική κοινωνία,  όπου η αριστερά  μετά βίας και με μεγάλη καθυστέρηση παρακολουθούσε, έτσι και φέτος σε αυτόν τον μήνα στην ελληνική κοινωνία επαναχαράσσεται με μαζικούς και πλατιούς όρους, η βαθιά συνείδηση της ελληνικής εργατικής τάξης και της ελληνικής νεολαίας.

5.Αυτήν την φορά, η κομματική περιχαράκωση, η προτίμηση των φεστιβάλ των πολιτικών νεολαίων, δεν μπορεί να έχει νομιμοποίηση, όχι μόνο στο λαϊκό κίνημα άλλα ακόμη και στον πιο συνειδητοποιημένο  αριστερό κόσμο. Σε αυτόν τον μήνα, είτε η αριστερά θα νικήσει και ένα μεγάλο πολιτικό ρήγμα θα έχει ανοίξει στην ΕΕ, σε αυτό το σιδερένιο κάστρο του καπιταλισμού, είτε η συνείδηση της ελληνικής εργατικής τάξης θα ρευστοποιηθεί κάτω από την πίεση της νεοφιλελεύθερης επέλασης και την θερμότητα της φτώχιας, της ανεργίας, της απόγνωσης, ανοίγοντας τον δρόμο στην ακροδεξιά και τον φασισμό.Ολόκληρη η ελληνική αριστερά χωρίς καμία εξαίρεση πρέπει να πάρει πλατιές πρωτοβουλίες, να συμμετάσχει στην εκλογική  μάχη, με σκοπό την εκλογική νίκη της αριστεράς, το μπλοκάρισμα της συγκρότησης κυβέρνησης της δεξιάς. Τώρα είναι η ώρα. Κάθε μια από τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις,  με τις απόψεις και τα σύμβολα της, θα πρέπει μέσα από την ιστορικότητα της άποψης της, να στηρίξει αυτό το ενδεχόμενο. Προφανώς θα αποτελούσε θετική συνθήκη, το ενδεχόμενο της κοινής εκλογικής συνεργασίας και συμπαράταξης της αριστεράς, όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό για λόγους που δεν χρειάζεται να αξιολογηθούνε τώρα.Παρόλα αυτά είναι αναγκαίο, η αναγκαία κριτική που γίνεται προς τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι συντροφική και να μην στρέφεται ενάντια στην αγωνία και την ελπίδα του ίδιου του λαού. Είναι αναγκαία η κατάκτηση μιας συνθήκης κριτικής αλλά και συμπόρευσης. Είναι αναγκαίο για το λαϊκό κίνημα, το ΚΚΕ  υπό την επιρροή της λαϊκής του βάσης να τοποθετηθεί θετικά στο ενδεχόμενο ψήφου στήριξης ή και ανοχής προς μια αριστερή κυβέρνηση που θα δεσμευτεί στην κατάργηση των μνημονίων, την διαγραφή του χρέους (ή του μεγαλύτερου μέρους του), την εθνικοποίηση των τραπεζών, την αναδιανομή  του πλούτου, την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να δώσει δυναμική στον εκλογικό αγώνα. 

6.Ο τίτλος αυτού του κειμένου είναι: «ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ με ΠΛΑΤΙΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΛΑΙΚΗ ΒΑΣΗ» Ενάντια στο ενδεχόμενο μιας μικροαστικής κοινοβουλευτικής διαχείρισης και αντιπροσώπευσηςΗ αριστερά, οι πιο προωθημένες και ριζοσπαστικές της δυνάμεις, πρέπει να απαιτήσουν το πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς, να  κατέβει να συζητηθεί και να ψηφιστεί σε κάθε πλατεία, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σωματείο. Για να νικήσει η αριστερά σε αυτήν τη εκλογική μάχη, θα πρέπει ο λαός να πάρει την υπόθεση στα χέρια του.Καμία νίκη δεν θα μπορέσει να έρθει από τηλεπαράθυρα. Καμία αριστερή και ριζοσπαστική κριτική δεν θα μπορέσει να φανεί χρήσιμη εάν απομονωθεί από την λαϊκή συνείδηση και γίνεται όπλο και εργαλείο των αστικών ΜΜΕ.Όλα τα ενωτικά πολιτικά & συνδικαλιστικά σχήματα,  όλη αυτή η μεταβλητή γεωμετρία σχημάτων που περιλαμβάνουν αγωνιστές όλων των αριστερών πολιτικών ρευμάτων, πρέπει αποφασιστικά να ζητήσουν και να πετύχουν πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς να κατεβεί στις λαϊκές και τοπικές συνελεύσεις, να ψηφιστεί και να τροποποιηθεί από το λαϊκό κίνημα.Η αριστερά πρέπει να νικήσει σε αυτές τις εκλογές και για να το κάνει, θα πρέπει να δώσει την μάχη με όρους μιας πλατιάς παράταξης, ενός Αριστερού και Λαϊκού Μετώπου: Ενωτικές λαϊκές και αριστερές πρωτοβουλίες, περιφρούρηση του δικαιώματος της δημόσιας συνάθροισης του λαού σε «ΛΑΙΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ» απέναντι στις προκλήσεις των ΝΑΖΙ με πρωτοπόρα δύναμη την ενωτική συσπείρωση της ριζοσπαστικής αριστεράς.

7.Προς την Κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να πάρει παραδειγματική πρωτοβουλία σε κεντρικό επίπεδο άλλα και σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο, με τρόπο συντροφικό και περά από μικροκομματικές σκοπιμότητες προκειμένου να ζητήσει να ανοίξει αυτή η συζήτηση «από τα πάνω» και «από τα κάτω». Να απευθύνει ανοιχτή επιστολή προς ΚΚΕ - ΣΥΡΙΖΑ και να απευθύνει με αποφασιστικότητα την πρόταση πως καμιά αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί χωρίς μια πλατιά οργάνωση του αγωνιζόμενου λαού. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια δύναμη που έχει την οργανωτική δυναμική και την αναγκαία πολιτική πυκνότητα, να στηρίξει μια τέτοια πρωτοβουλία.  Επίσης είναι σαφές πως η πολιτική δυναμική αυτού του πολιτικού χώρου υπερβαίνει την εκλογική του καταγραφή. Συνεπώς ένας συνδυασμός συντροφικής συναγωνιστικής απεύθυνσης και δημιουργικής κριτικής είναι δυνατό να συμβάλει καθοριστικά στο άνοιγμα της συζήτησης σε μια πιο προωθημένη και ριζοσπαστική πολιτική βάση.

8.Ο πολιτικός σεισμός της 6ης ΜΑΗ αποτέλεσε έναν κεραυνό που προμηνύει μια μεγάλη θύελλα. Έρχεται λοιπόν «Θύελλα» ενωτικών, ταξικών και πολιτικών αγώνων, πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης του ελληνικού λαού, διεύρυνσης της πολιτικής επιρροής της αριστεράς, ενωτικής πολιτικής δυναμικής για την ριζοσπαστική αριστερά και γιατί όχι εκλογικής παραδειγματικής ήττας των κομμάτων της δεξιάς και των ευρω-μονόδρομων.Εάν όμως τελικά ο αστισμός, καταφέρει να κυριαρχήσει και να σπρώξει αυτήν την θύελλα ενάντια στις λαϊκές τάξεις, δεν θα είναι μονάχα ευθύνη των όποιων δεξιών ρευμάτων μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και της προγραμματικής αμηχανίας της ευρω-φιλης αριστεράς. Θα είναι συνολική ευθύνη όλης της αριστεράς.Η αναγκαία προγραμματική θέση για σύγκρουση και αποδέσμευση της Ελλάδας από την ευρωζώνη, δεν πρέπει να αποτελεί στοιχείο περιχαράκωσης και φοβικού διαχωρισμού από τις λαϊκές μάζες, άλλα πυλώνα λαϊκής γείωσης και έκφρασης του αναδυόμενου ριζοσπαστισμού.Υπάρχει ακόμη χρόνος για διορθωτικές ενέργειες στον πολιτικό τόνο και στην τακτική, από όλες τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς με στόχο την προγραμματική ριζοσπαστικοποίηση όλης της αριστεράς και την εκλογική νίκη ενός υπό διαμόρφωση  Αριστερού και Λαϊκού Μετώπου.

Κανελλής Δημήτρης
Ποδιάς Κώστας
Χήτας Λάμπρος
31.5.2012

 
Picture
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καιρό τώρα βαδίζει σε δρόμους που οδηγούν στην αποικιοποίηση μεγάλων γεωγραφικών περιοχών της ευρωπαϊκής Ηπείρου (των χωρών που αυτές περιέχουν), ενώ οι κάτοικοί τους μετατρέπονται σταδιακά σε δουλοπάροικους. Όλα αυτά γίνονται υπέρ του τραπεζιτικού κεφαλαίου και του βορειοευρωπαϊκού καπιταλιστικού κέντρου που επιδιώκει να βρεθεί σε θέση ισχύος στον ανταγωνισμό του με τις άλλες ολοκληρώσεις Ασίας και Αμερικής.Η πορεία αυτή τα τελευταία εκατόν είκοσι χρόνια, όσες φορές και αν ακολουθήθηκε στην Ευρώπη, οδήγησε σε μεγάλα δεινά και αιματοκύλισμα των λαών της, ενώ τελικά απέτυχε.Είμαστε βαθιά πεισμένοι πως όσες φορές και αν επιχειρηθεί θα αποτύχει (όπως άρχισε να δείχνει η σημερινή πραγματικότητα), λόγω και των διαφορετικών πολιτισμικών ταυτοτήτων που «συνυπάρχουν» στην Ε.Ε., έχοντας η κάθε μια βαθιές ρίζες και ιστορικό παρελθόν.Κατά την εκτίμησή μας λοιπόν η Ε.Ε. ή θα υπάρξει ως Συνομοσπονδία «ελεύθερων» και συνεργαζόμενων «ισότιμα» χωρών ή θα διαλυθεί.Είμαστε το πρώτο πείραμα αποικιοποίησης μιας χώρας της Ο.Ν.Ε που συνοδεύεται με μετατροπή των κατοίκων της σε δουλοπάροικους. Η προσπάθειά τους αυτή έχει μεγάλη σημασία για την πολιτική μας ανάγνωση, γιατί αφορά χώρα με ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα, διαφορετική από τη βορειοευρωπαϊκή.Η αποτυχία του πειράματός τους στη χώρα μας θα αποτελέσει μια μεγάλη συμβολή του ελληνικού λαού στη διαρκή προσπάθεια των λαών της Ευρώπης για ελευθερία και ισοτιμία, στη προσπάθειά τους να παράγουν και στο μέλλον πολιτισμό της καθημερινότητας.Είμαστε από εκείνους που πιστεύουν πως στον αγώνα αυτό πρέπει να ενωθούμε με βάση τις ελάχιστες εκείνες προϋποθέσεις που απαιτούνται, ώστε η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας και η χώρα, να σπάσουν τις αλυσίδες και να βαδίσουν σε άλλο δρόμο από εκείνον της υποτέλειας.

Αυτές οι ελάχιστες προϋποθέσεις πιστεύουμε πως είναι:
  • Η κατάργηση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων που τις συνοδεύουν
  • Η μονομερής διαγραφή του χρέους.
  • Η έξοδος από την Ο.Ν.Ε..
  • Η κρατικοποίηση των τραπεζών και των βασικών τομέων της οικονομίας.
  • Η άμεση αναδιανομή του πλούτου.
  • Η επιστροφή σε μια σχετικά αυτοδύναμη πραγματική οικονομία, με οικολογικό και δημόσιο πρόσημο
Πιστεύουμε πως για να γίνουν τα παραπάνω απαιτείται ένα πλατύ λαϊκό μέτωπο με πυρήνα και αφετηρία την αριστερά. Πιστεύουμε ακόμα πως αυτά δεν απαιτούν την κρατικοποίηση ολόκληρης της οικονομίας, την πλήρη δηλαδή κατάργηση της αγοράς, όπως έγινε στην πρώην Σοβιετική Ένωση, την Κίνα, κλπ, γιατί ούτε αποτίμηση της αποτυχίας τους έχει γίνει, ούτε ένα πειστικό και λογικά βιώσιμο όραμα έχει ακόμα αναδυθεί.Λίγες μέρες μετά τις εκλογές διαπιστώνουμε πάλι, πως η άποψη που πριν αναπτύξαμε και πιστεύουμε πως υιοθετείται από μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, δεν κατάφερε να συγκροτηθεί σε πολιτικό και κοινωνικά ορατό μέτωπο. Η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τις πολιτικές οργανώσεις και τους ανένταχτους της αριστεράς, που ως φορείς της άποψης αυτής δεν κατάφεραν να ενωθούν στα πλαίσια του απαραίτητου λαϊκού μετώπου.Ο ελληνικός λαός όμως απάντησε δια της ψήφου του με βάση τις δυνατότητές του και τις δυνατότητες που είχαν δημιουργήσει από πριν οι πολικές δυνάμεις της χώρας.Η απάντηση αυτή δεν χωράει παρερμηνείες: «Κατάργηση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων που τις συνοδεύουν. Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Κρατικοποίηση των τραπεζών και αναδιανομή του πλούτου υπέρ των εργαζομένων».Γνωρίζουμε πολύ καλά πως θα ασκηθούν απίστευτοι εκβιασμοί στο λαό μας για να υποταχτεί στις θελήσεις του ντόπιου και ξένου κυκλώματος εξουσίας. Του απαιτούν να ξεχάσει ποιος είναι, να ξεχάσει την ελευθερία και τα παλιά του έθιμα.Ο λαός μας βρίσκεται μπροστά σε μια μάχη ύπαρξης. Είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπίσουμε τα ελάχιστα των ελαχίστων από τις απαιτήσεις του, έτσι όπως διατυπώθηκαν με την ψήφο του.Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ θα φέρουν βαριά ευθύνη εάν παρεκκλίνουν από τις στοιχειώδεις λαϊκές απαιτήσεις, δηλαδή την άμεση ακύρωση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων, τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, την κρατικοποίηση των τραπεζών και την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ασθενέστερων.Η ευθύνη αυτή δεν είναι στιγμιαία, αλλά διαρκής και άρα ιστορική. Το παραμικρό τους πισωγύρισμα θα γιγαντώσει τη δεξιά όλων των μορφών στη χώρα μας και θα οδηγήσει σε περιπέτειες τον ελληνικό λαό απεχθέστερες από την ανέχεια και την φτώχεια.Βαριά ευθύνη επίσης θα φέρουν όλες οι άλλες δυνάμεις της αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων και των εργασιακών χώρων, που οφείλουν να ορθώσουν ανάστημα ενάντια στον εκβιασμό του λαού μας και υπέρ των πολιτικών δυνάμεων που δίνουν την μάχη επιβίωσης του.Οι δυνάμεις του συμβιβασμού, όπου και αν βρίσκονται (ΔΗΜΑΡ, εσωτερικό ΣΥΡΙΖΑ, κλπ), πρέπει να ηττηθούν, ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες να προδοθεί ο λαός. Όποιοι δεν βοηθήσουν για την ήττα αυτών των δυνάμεων θα φέρουν την ίδια ευθύνη που αναλαμβάνει σήμερα το ΚΚΕ με την πολιτική του. Μια πολιτική που προβάλλει τη ριζική ανατροπή του καπιταλισμού «εδώ και τώρα», όταν γνωρίζει ότι δεν υπάρχουν προϋποθέσεις. Έτσι η σημερινή πολιτική του ΚΚΕ στα μάτια του λαού είναι πολιτική για καλύτερη ζωή μετά θάνατον. Επομένως δημιουργεί λαϊκή απογοήτευση, παράλυση των λαϊκών αντιστάσεων, κατακερματισμό των δυνάμεων του αναγκαίου λαϊκού μετώπου, με ένα λόγο αντικειμενικά διευκολύνει τη λαϊκή ήττα από τις αντιδραστικές δυνάμεις.Καλούμε τις δυνάμεις της αριστεράς, των κοινωνικών, εργασιακών και οικολογικών κινημάτων, να επιχειρήσουν σε όλη τη χώρα πλατιές λαϊκές συγκεντρώσεις με ανοικτό διάλογο για να εκφραστούν όλοι όσοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη ήττας του μαύρου δεξιού μπλόκ που συγκροτείται.Καλούμε τις οργανώσεις της αριστεράς που αντιλαμβάνονται την ανεπάρκεια της συγκρουσιακής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ και έχουν αμφιβολίες για την φερεγγυότητά του, να αντιληφθούν πως το κύριο σήμερα είναι η έστω και εκλογικά μικρή ήττα του ντόπιου και ευρωπαϊκού κατεστημένου.Τέλος καλούμε από τώρα τις δυνάμεις που κατανοούν πως η κατάργηση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων χωρίς την έξοδο από την Ο.Ν.Ε. δεν αρκεί για μια νίκη του λαού μας με μονιμότερα χαρακτηριστικά, σε προσπάθεια συγκρότησης του λαϊκού μετώπου της επόμενης μέρας.* 25-5-2012Αντώνης Ναξάκης, Μαθηματικός, Κολυμπάρι ΧανίωνΒασίλης Βασιλειάδης, Πληροφορικός-Παιδαγωγός, Πύργος ΗλείαςΒασίλης Δημόπουλος, Φυσικός, Πάτρα ΑχαΐαςΓιάννης Ρήγος, Μηχ. Μηχανικός, ΑθήναΗλίας Γεωργαλής, Οδοντίατρος, Αστακός ΑιτωλοακαρνανίαςΝίκος Μπέκης, Φιλόλογος, Βέροια ΗμαθίαςΠαναγιώτης Μπούρδαλας, Φυσικός-Θεολόγος, Πάτρα ΑχαΐαςΤάσος Σχίζας, Πολ. Μηχανικός, Πάτρα ΑχαΐαςUPDATE: Σάββατο, 26-5-2012 - Προσθήκες υπογραφών:Άκης Κατσούλας, Κοινωνιολόγος, ΑθήναΠαναγιώτης Βήχος, Μουσικοσυνθέτης, Αθήνα  


 
Picture
Του Βαγγέλη Αντωνίου


Όταν η συστημική προπαγάνδα επιχειρεί να σε παγιδέψει, ακόμη χειρότερα να σε αξιοποιήσει, εντάσσοντας αυτά που λες στο δικό της σχεδιασμό της συγκυρίας, όπως πάντα, υπάρχουν δύο τρόποι να αντιδράσεις. Ο ένας είναι να επιμείνεις σταθερά, εξηγώντας “ήρεμα κι απλά” τη θέση σου κι ο άλλος η άτακτη υποχώρηση, η κυβίστηση.

Η δημόσια παρέμβαση του Αλέκου Αλαβάνου και ό,τι επακολούθησε αφορά στην πρώτη εκδοχή. Η ανακοίνωση της Κ.Ο.Ε., με αφορμή την τηλεοπτική εμφάνιση του Στυλιανίδη, που ανέσυρε το αφισάκι του 2010 για αποχώρηση από την ευρωζώνη, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης.

Και δυστυχώς δεν είναι το μοναδικό σύμπτωμα. Η επικοινωνιακή γραμμή απόσυρσης, “απαγκίστρωσης” από διακηρυγμένες θέσεις αλλά και “απόστασης” από γενετικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του Σύριζα, ενόψει της πίεσης που δέχονται τα στελέχη του στις δημόσιες εμφανίσεις τους, είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Με τα αντίθετα ακριβώς αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Αντί δηλαδή να καθησυχάζεται το τμήμα του “εκλογικού κοινού” το οποίο τα στελέχη του Σύριζα θέλουν να καθησυχάσουν - γιατί ευτυχώς οι περισσότεροι “δεν μασάνε” - μάλλον αυτό ακριβώς το εκλογικό κοινό εμπεδώνει ενστικτωδώς την εικόνα που μανιωδώς τα μίντια θέλουν να του καλλιεργήσουν: ότι ο Σύριζα έχει “κρυφή ατζέντα”.

Οι δεκαπέντε σημειώσεις στο πρόχειρο και οι μετεξεταστέοι

Για δύο κυρίως ζητήματα εγκαλείται, από “φίλους” και αντιπάλους, ο Αλέκος Αλαβάνος για την παρέμβασή του: για το timing αφενός και αφετέρου για την αξιοποίηση σημείων της παρέμβασης αυτής από το επικοινωνιακό μπαράζ πιέσεων που ασκεί το σύστημα προς το Σύριζα. Για όσους καλόπιστα ασκούν τέτοια κριτική, η απάντηση ή τουλάχιστον η βάση συζήτησης περιέχεται στο ίδιο το κείμενο, αν κανείς μπει στον κόπο να το διαβάσει ολόκληρο και όχι αποσπασματικά. Και αφορά τις ουσιαστικές εκτιμήσεις του Αλέκου Αλαβάνου (που απηχούν σε μεγάλο βαθμό το συνολικό προβληματισμό των στελεχών του Μ.Α.Α.) για τη συγκυρία. Αν αποδεχθεί κανείς ότι οι προβληματισμοί αυτοί έχουν στοιχειώδη πραγματική βάση ή τουλάχιστον ότι διατυπώνονται με ειλικρίνεια - άσχετα από το βαθμό συμφωνίας επ' αυτών - τότε οι επιφυλάξεις θα πρέπει να αρθούν. Και να προχωρήσουμε στον ουσιαστικό διάλογο. Πολλοί ήδη το κάνουν. Όπως ο Γ. Θεωνάς, όπως ακόμη-ακόμη και ο Ν. Φίλης στο Κόκκινο και άλλοι.

Η παρέμβαση του Α. Αλαβάνου δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Προς τιμήν του ο Α. Τσίπρας δήλωσε ότι οι απόψεις ήταν γνωστές και ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν υπήρξε εκλογική συμπόρευση στις 6 του Μάη. Η δήλωση αυτή αποτελεί και επίσημη απάντηση στην παραφιλολογία στην οποία αρέσκονται ορισμένοι να αναδεικνύουν συνεχώς ψυχολογικές ερμηνείες, με όρους παιδοκτονίας, πισώπλατων μαχαιρωμάτων, αυτοκτονικών και αυτοκαταστροφικών ροπών και να διαιωνίζουν παρόμοια διαχωριστικά σύνδρομα.

Οι θέσεις αυτές του Α. Αλαβάνου - και του Μ.Α.Α. - διατυπώθηκαν λίγες μέρες μετά τις εκλογές, στις οποίες ο Σύριζα ήταν ο νικητής, 35 μέρες πριν το β΄ γύρο των εκλογών της 17 Ιούνη, το αποτέλεσμα των οποίων κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι μπορεί να επηρεαστεί - και μάλιστα αρνητικά - από την τοποθέτηση του Α. Αλαβάνου. Η συγκυρία εντός της οποίας διατυπώθηκαν οι θέσεις αυτές ήταν η εξέλιξη των διερευνητικών εντολών, το αποτέλεσμα άλλωστε των οποίων μάλλον θετικό - από τη σκοπιά τουλάχιστον των πολιτικών επιδιώξεων - μπορεί να χαρακτηριστεί για το Σύριζα: ο σχηματισμός μνημονιακής κυβέρνησης αποτράπηκε, ο Σύριζα δεν μπήκε στο κάδρο. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το διλημματικό πεδίο εντός του οποίου αντικειμενικά θα διεξαχθεί ο εκλογικός αγώνας και αφορά την ευρωζώνη, το έθεσε ο Α. Αλαβάνος και το Μ.Α.Α. Συνεπώς οι αιτιάσεις που αφορούν στα “διαδικαστικά” ζητήματα του χρόνου και του τρόπου εκφοράς των απόψεων θα πρέπει να παραμεριστούν. Εκτός κι αν για κάποιους εντέλει είναι ενοχλητικό να τοποθετείται ο Αλαβάνος και όχι π.χ. ο Βαρουφάκης, ο οποίος, τι σύμπτωση, τις ίδιες εκείνες μέρες έκανε δημόσια παρέμβαση αποδομώντας ένα προς ένα τα 5 σημεία κυβερνητικής πρότασης του Σύριζα, καλώντας τον Α. Τσίπρα να διαλέξει πάραυτα: τον ευρωπαϊσμό ή τις συνιστώσες.

Ανάμεσα στις δύο εκδοχές αντιμετώπισης της τοποθέτησης του Α. Αλαβάνου εκ μέρους του Σύριζα, αυτή του Δ. Παπαδημούλη - η οποία, δυστυχώς παραμένοντας αναρτημένη στα ιστολόγια του ΣΥΝ και του Σύριζα, αποτελεί μέχρι και σήμερα την “επίσημη” τοποθέτηση - και αυτών του Γ. Θεωνά κ.ά., στον προχθεσινό “Δρόμο” διαγνώστηκε και μια τρίτη: αυτή του Χ. Καραμάνου, που τιτλοφορείται “τα εύλογα ερωτήματα μιας δυσάρεστης έκπληξης”. Η οποία, ενώ εμπεριέχει στην κατακλείδα της μια ουσιαστική τοποθέτηση (περί φάσεων και προσωρινών συμβιβασμών εντός της ευρωζώνης), για την οποία ασφαλώς θα άξιζε ένας δημόσιος διάλογος, ταυτόχρονα επιχειρεί να απαντήσει στην παρέμβαση του Α. Αλαβάνου όχι επί της ουσίας αλλά περί διαγραμμάτων, χωρίς να αποφεύγει μάλιστα τον πειρασμό της περαιτέρω καλλιέργειας ψυχολογικών συνδρόμων και διαχωρισμών. Ποια “έκπληξη” άραγε ένιωσε ο Χ. Καραμάνος από την παρέμβαση του Α. Αλαβάνου; Που βρισκόταν ο ίδιος μέχρι προχθές και παριστάνει τον έκπληκτο; Ή μήπως όσα γράφει είναι απλώς “ξεκάρφωμα” και προετοιμασία για την κυβίστηση που ακολούθησε; Πότε είπε ο Α. Αλαβάνος ότι “ο Σύριζα αποκρύπτει την αλήθεια από το λαό”; Αποτελούν οι θέσεις του Α. Αλαβάνου και του Μ.Α.Α. διάρρηξη με το “δυναμικό της αριστεράς, που τον στήριξε σε μια σειρά πρωτοβουλίες” ή μήπως διατυπώνοντάς το έτσι ακριβώς ο Χ. Καραμάνος στοχεύει σε μια ανομολόγητη αυτοεκπληρούμενη προφητεία; Και επειδή εγκαλεί - δήθεν καλόπιστα - τον Αλαβάνο γιατί δεν έστειλε μια επιστολή, ένα ταχυδρομικό περιστέρι βρε αδερφέ, μήπως, λέω μήπως, κάποιοι διαπιστώνουν πράγματι έκπληκτοι ότι η περίοδος κατά την οποία, πατώντας σε δύο βάρκες, παρίσταναν τους διαμεσολαβητές και τους διερμηνείς, παρήλθε ανεπιστρεπτί και στο τέλος-τέλος κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς ρόλο;

Ας έλθουμε όμως στην ουσία. Η τοποθέτηση του Α. Αλαβάνου περιέχει ορισμένα κομβικά σημεία:

1. Τα όρια διαπραγμάτευσης εντός της ευρωζώνης είναι πολύ περιορισμένα. Προχθές ο ίδιος ο Δραγασάκης σε τηλεοπτική του τοποθέτηση είπε ξεκάθαρα ότι οι αλλαγές στην Ευρώπη (εκλογή Ολάντ κλπ.) δεν μπορεί να επηρεάσουν τον πυρήνα του προβλήματος της χώρας.

2. Περιθώρια σοσιαλδημοκρατικών λύσεων δεν υπάρχουν στο έδαφος της παρούσας καπιταλιστικής κρίσης, ειδικά για την Ελλάδα. Κι αυτή η θέση μπορεί να αναγνωστεί και ως απάντηση στους φόβους πολλών συναγωνιστών μέσα στο Σύριζα που διατυπώνονται περί σοσιαλδημοκρατικής μετάλλαξης του σχήματος.

3. Η αριστερά - στο σύνολό της - οφείλει να τοποθετηθεί επιτέλους πάνω στο δίλημμα που είναι υπαρκτό και να το απαντήσει αποδομώντας το φόβο που καλλιεργεί το συστημικό μπλοκ

4. Οι πέραν του Σύριζα αριστερές δυνάμεις (ΚΚΕ και Ανταρσύα) οφείλουν να μπουν στο πεδίο της παρούσας πολιτικής σύγκρουσης.

5. Γραμμή μετωπικής αριστερής συμπόρευσης αποτελεί η διακηρυγμένη θέση “καμιά θυσία για το ευρώ” και στο πεδίο αυτό οφείλουμε να καταστούμε προγραμματικά επαρκείς.

Το πλαίσιο αυτό θα μπορούσε ν' αποτελέσει βάση συζήτησης για το σύνολο των υπαρκτών αριστερών δυνάμεων. Δεν είναι αυτούσια η ατζέντα του Μ.Α.Α., όπως δεν είναι αυτούσια η ατζέντα του Κ.Κ.Ε. (του οποίου άλλωστε η ηγεσία έχει επιλέξει το δρόμο του ενδοαριστερού εμφύλιου και δυστυχώς - για το κίνημα συνολικά - θα το πληρώσει) ή της Ανταρσύα. Είναι μια ατζέντα απόλυτα συμβατή με το πολιτικό πλαίσιο του Σύριζα, ο οποίος αναμφισβήτητα αποτελεί σήμερα τον κορμό των δυνάμεων της αριστεράς, εκφράζει προνομιακά τη δυναμική της ριζοσπαστικοποίησης σημαντικών κοινωνικών δυνάμεων. Περαιτέρω, στη βάση της θέσης του Αλέκου Αλαβάνου “το χειρότερο σενάριο είναι η άτακτη έξοδος με απροετοίμαστο το λαό και το κίνημα”, χωρίς να χρειάζεται να τοποθετηθεί κανείς επί της ουσίας, αρκεί ορθολογικά να το θεωρεί ως ένα έστω και ελάχιστα πιθανό ενδεχόμενο, διατυπώνεται η πρόταση της κοινής επεξεργασίας ενός εναλλακτικού σχεδίου β΄, χρήσιμου εντέλει και για τη γραμμή της διαπραγμάτευσης, όσες επιφυλάξεις κι αν υπάρχουν - και υπάρχουν πολλές - περί αυτής.

Μπορεί η συζήτηση αυτή να γίνει σε κλειστά γραφεία, με επιστολές, non paper και διαμεσολαβήσεις, ή οφείλει να γίνει δημόσια, μέσα στον καθαρό αέρα του ζωντανού λαϊκού κινήματος και του κόσμου της αριστεράς;

Εμείς λέμε καθαρά το δεύτερο. Δεν αφορά κάποιο σχέδιο επί χάρτου με αλγοριθμικές εξισώσεις αλλά όρους προετοιμασίας του λαού και του κινήματος, που πρέπει να συμμετέχει ενεργά. Προαπαιτείται για να γίνει η συζήτηση αυτή η “ένταξη στο ρεύμα”, όπως πολλοί ισχυρίζονται; Η απάντηση είναι ότι η συζήτηση δεν γίνεται από μηδενική βάση αλλά και αδικείται από τέτοιου τύπου προαπαιτούμενα. Αφορά άλλωστε και δυνάμεις της αριστεράς πέραν του Σύριζα, πέραν του Μ.Α.Α., ένα σημαντικό δυναμικό της Ανταρσύα, που κατανοεί, αντίθετα απ' όσα διατυπώνονταν προεκλογικά από ορισμένους, ότι σήμερα απαιτείται “η εμπλοκή στο συνεχές”, ότι η ανασύνθεση του τοπίου της αριστεράς δεν γίνεται με απομονώσεις και υγειονομικές ζώνες.

Ορισμένα προαπαιτούμενα

Λίγες μέρες πριν (Παρασκευή 10/5) είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω στην ανοιχτή συνέλευση του Σύριζα στη Χαλκίδα και να ζήσω από κοντά τον ενθουσιασμό και την ελπίδα του κόσμου, που συμμετείχε με πρωτοφανή για τα δεδομένα της πόλης μαζικότητα αλλά και διάθεση ενεργητικής παρουσίας. Όπως το συνηθίζουμε στα μέρη μας, επακολούθησε σε διπλανό τσιπουράδικο συμπόσιο με την αρχαιοελληνική εκδοχή του, με πλούσια και ανοιχτόκαρδη συζήτηση. Μέχρι αργά, τις 3 τη νύχτα, είχα τη δυνατότητα να συζητήσω επί μακρό με το βασικό προσκεκλημένο-ομιλητή, ο οποίος τυχαίνει να είναι κεντρικό στέλεχος του ΣΥΝ (απ' αυτούς που κλειδώθηκαν μέσα στο γραφείο για να αποφασίσουν τα 5 σημεία της κυβερνητικής πρότασης) και θεωρείται από τους στενούς συνεργάτες του Α. Τσίπρα. Διαπίστωσα έκπληκτος, με ορισμένη μάλιστα αγωνία και απογοήτευση - την οποία δεν δίστασα να εκφράσω ευθέως απέναντί του κι ας με συγχωρεί αν τον στενοχώρησα - ότι υπάρχει πράγματι η άποψη σε κάποια κεντρικά επιτελεία ότι “η Μέρκελ είναι τελειωμένη και η Ευρώπη αλλάζει”. Είναι άλλο πράγμα να θέλεις να εμπνεύσεις το λαό με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία κι άλλο να έχεις εσύ ο ίδιος λαθεμένη υπερεκτίμηση. Αυτό μπορεί να αποδειχτεί καταστροφικό για τον κόσμο, που ξαναλέω ότι όλοι μας πρέπει να κάνουμε το παν για να μη διαψευστεί. Πρώτο λοιπόν προαπαιτούμενο: να επανεξεταστούν, στο βαθμό που υπάρχουν, εκτιμήσεις για τα όρια διαπραγμάτευσης εντός ευρωζώνης. Εμείς υποστηρίζουμε, πέρα από την προγραμματικά διαφορετική μας άποψη για τη γενετική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, ότι η σημερινή ισορροπία της ευρωπαϊκής - και κύρια της γερμανικής - ελίτ με τις διεθνείς χρηματαγορές δεν θα διακυβευτεί εκ μέρους τους για την Ελλάδα. Οι όποιες προσαρμογές θα είναι “περιφερειακού” χαρακτήρα κι όχι δομικές.

Δεύτερο προαπαιτούμενο: Αν η βασική πολιτική γραμμή του Σύριζα, ενόψει μιας πιθανής δυνατότητας για κυβέρνηση, εξελιχθεί σε κυβερνητικό πρόγραμμα που θα επιδέχεται ενεργό συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ ή και του ΠΑΣΟΚ, πρόγραμμα που θα εξασφαλίζει “μια ανεκτή ισορροπία με την ευρωζώνη” και θα αποσκοπεί σε επιμέρους - όχι δομικές - αλλαγές του μνημονίου, είναι φανερό ότι καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη μιας “προγραμματικής αριστερής αντιπολίτευσης” (γράφει σχετικά ο “Άρης Μεσούντας” στην Ίσκρα), με προφανή επίσης δυνατότητα κινηματικής συμπόρευσης με δυνάμεις του Σύριζα.

Τρίτο προαπαιτούμενο: Η πολιτική γραμμή ρήξης να είναι σταθερή. Το ενδεχόμενο της ήττας στη μάχη που επίκειται δεν πρέπει να αποθαρρύνει κανέναν μας να εμπλακεί, ίσα-ίσα πρέπει να δοθεί με όλα μας τα όπλα. Άλλωστε και ο β΄ γύρος δεν θα κρίνει τελεσίδικα και οριστικά την έκβαση των πραγμάτων. Η μεγαλύτερη σύγκρουση της γενιάς μας είναι μπροστά μας. Υπέροχη κατάσταση που έλεγε κάποια ψυχή.

Σε κάθε περίπτωση, η συστράτευση είναι αυτονόητη, άσχετα από τα προαπαιτούμενα. Η μάχη πρέπει να δοθεί με όρους παράταξης. Κι αυτό πρέπει να το εννοούμε - και να το κάνουμε πράξη - όλοι. Κι όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι...

 
Picture
«Δεν μπορεί κάποιοι να είναι αντίθετοι με τρόικα-μνημόνιο και από την άλλη να μην αμφισβητούν την ΟΝΕ, το ευρώ και το νεοφιλελεύθερο ιερατείο που λέγεται ΕΕ!»

Η υπέρβαση μνημονίου και τρόικας μόνο προο­δευ­τική και σοσιαλιστική μπορεί να είναι. Αυτό προϋποθέτει σύγκρουση με ευρώ, ΟΝΕ και τελικά με την ΕΕ, λέει ο Παναγιώτης Λαφαζάνης κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ στο «Εθνος της Κυριακής»

Την επιλογή της σύγκρουσης με το ευρώ, την ΟΝΕ και τελικά την Ευρωπαϊκή Ενωση επιλέγει ως δρόμο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Παναγιώτης Λαφαζάνης, ενώ σε ό,τι αφορά την επιστροφή της δραχμής επισημαίνει ότι «το νόμισμα της χώρας δεν είναι φετίχ». Ο κ. Λαφαζάνης αφήνει σαφείς αιχμές κατά της πλειοψηφίας του ΣΥΝ, λέγοντας ότι «δεν μπορεί κάποιοι να είναι αντίθετοι με την τρόικα – μνημόνιο και από την άλλη να μην αμφισβητούν την ΟΝΕ και το ευρώ».

Γιατί είναι ασύμβατη η προοδευτική αλλαγή στο πλαίσιο της ΟΝΕ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης;
Προοδευτικοί και σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί σε μια χώρα της ευρωζώνης δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τα ακραία νεοφιλελεύθερα μονεταριστικά δόγματα που κυριαρχούν στο πλαίσιο του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η ΕΕ εξελίχθηκε με τις αλλαγές στις Συνθήκες της, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’90, σε ένα γερμανικής κατασκευής εξάμβλωμα, όπου όλα είναι θεσμικά παραδομένα στους τραπεζίτες και στις αγορές. Το ευρώ, ιδιαίτερα, δεν είναι απλώς ένα ενιαίο νόμισμα. Στην ουσία συγκροτήθηκε, στο πλαίσιο της ΟΝΕ, ως ένας μηχανισμός υπέρ των πιο ισχυρών χωρών, ο οποίος διευρύνει τις αποκλίσεις, τις ανισότητες και τις ανισορροπίες στην ευρωζώνη. Ιδιαίτερα μέσα στη σημερινή καπιταλιστική κρίση, το ευρώ εξελίσσεται σε μηχανισμό καταρρεύσεων των χωρών της περιφέρειας.

Μια χώρα που θέλει να ακολουθήσει ένα νέο προοδευτικό, σοσιαλιστικό δρόμο χρειάζεται μια νομισματική πολιτική που να ευνοεί την ανάπτυξη, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την απασχόληση. Χρειάζεται τον έλεγχο στην κίνηση των κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Είναι απαραίτητο να προχωρήσει στον δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τον επαναπροσανατολισμό του. Στον δημόσιο-κοινωνικό έλεγχο και ανασυγκρότηση στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Στην αποεμπορευματοποίηση κρίσιμων κοινωνικών αγαθών. Στη δημόσια παρέμβαση για τη στήριξη κλάδων της οικονομίας και κοινωνικών προσανατολισμών.

Ολα αυτά και πολλά άλλα είναι ασυμβίβαστα με το καθεστώς που διέπει το ευρώ, την ΟΝΕ αλλά σε δεύτερη φάση και την Ευρωπαϊκή Ενωση και το οποίο γίνεται όλο και χειρότερο. Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι βρίσκονται σε ευθεία σύγκρουση μαζί τους!

Αλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά μόνο η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ;
Μέσα στο «ευρώ», αλλά και σε σημαντικό βαθμό μέσα στην Ε.Ε., μία προς μία, οι περιφερειακές χώρες εξωθούνται στην εξάρθρωση, την κατάρρευση και τη «μνημονιακή» κηδεμονία της τρόικας.

Μέχρι προχθές μας λέγανε ότι το «μαύρο πρόβατο» ήταν μόνο η «προβληματική» Ελλάδα. Τον δρόμο της Ελλάδας συνέχισε, όμως, η Ιρλανδία, που ήταν το υπόδειγμα των νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων. Ακολουθεί σύντομα η Πορτογαλία και ίσως η Ισπανία! ­­Δυστυχώς, εναλλακτικός δρόμος πέραν της τρόικας, των επ’ αόριστον «μνημονίων» και του φρικτού καθεστώτος της «ελεγχόμενης πτώχευσης» που προετοιμάζει η Γερμανία, δεν φαίνεται να υπάρχει, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όλες τις χώρες της περιφέρειας εντός της ευρωζώνης και σε ένα δεύτερο χρόνο εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης!

Δεν μπορεί κάποιοι να είναι αντίθετοι με τρόικα-μνημόνιο και από την άλλη να μην αμφισβητούν την ΟΝΕ, το ευρώ και το νεοφιλελεύθερο ιερατείο που λέγεται ΕΕ!

Η υπέρβαση του μνημονίου και της τρόικας ή θα είναι προοδευτική και σοσιαλιστική ή θα είναι ψευδεπίγραφη και δεν θα υπάρξει! Και για να είναι προοδευτική και σοσιαλιστική πρέπει να βρίσκεται σε σύγκρουση με το ευρώ, την ΟΝΕ και τελικά την Ευρωπαϊκή Ενωση!

Μπορεί η χώρα μας εκτός ΕΕ με μόνο «όπλο» τη δραχμή;
Η χώρα μας με τα μόνα όπλα που μπορεί να πορευτεί μέσα σε αυτή την κρίση είναι τα «όπλα» των νέων προοδευτικών και σοσιαλιστικών λύσεων. Το νόμισμα κάθε χώρας δεν είναι «φετίχ». Μπορεί να έχει μια χώρα νόμισμα το ευρώ και να πτωχεύσει. Μπορεί να έχει ένα εθνικό νόμισμα και να ευημερεί.

Μια οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης και όχι μόνο η Ελλάδα, που θα ακολουθήσει προοδευτικούς δρόμους, δεν σημαίνει ότι θα απομονωθεί ή θα οδηγηθεί στην εθνική αναδίπλωση. Κάθε άλλο!

Μια χώρα που θα ανοίξει πρώτη προοδευτικούς και σοσιαλιστικούς δρόμους στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει ένα παλιρροϊκό κύμα προοδευτικών αλλαγών και σε άλλες χώρες, που θα ρηγματώσουν, αν δεν ανατρέψουν, την Ε.Ε. για να ανοίξουν καινούργιους δρόμους ευρωπαϊκής συνεργασίας, πέρα από τον μονεταρισμό και νεοφιλελευθερισμό.

Ακόμα, όμως, και αν αυτή η χώρα της ευρωζώνης παραμείνει μόνη, ακολουθώντας προοδευτικές αλλαγές εκτός ευρωζώνης, αυτή η κατάσταση θα είναι πρόσκαιρη και προσωρινή, αφού η σημερινή ευρωζώνη αλλά και η ΕΕ είναι αμφίβολο αν επιβιώσουν, παρά μόνο ως «κοινωνικά και οικονομικά νεκροταφεία» χωρών και λαών και με την οικονομική και κοινωνική «κινεζοποίηση» του Νότου!

Το νόμισμα κάθε χώρας δεν είναι «φετίχ». Μπορεί να έχει νόμισμα το ευρώ και να πτωχεύσει ή να έχει ένα εθνικό νόμισμα και να ευημερεί.

Μέσα στην Ε.Ε., μία προς μία, οι περιφερειακές χώρες εξωθούνται στην κατάρρευση και τη «μνημονιακή» κηδεμονία της τρόικας.

 
10 σημεία για την συγκυρία και μια πρόταση για ένα λαϊκό μέτωπο με κέντρο την αριστερά:
Το εκκωφαντικό αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μαΐου αποτελεί μια τομή στις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας, με τεράστια σημασία για το λαϊκό κίνημα. Η σημαντική εκλογική ενίσχυση – εκτίναξη της αριστεράς, η γείωση των αριστερών αιτημάτων με ευρύτατες λαϊκές μάζες, η δημοψηφισματικού χαρακτήρα ήττα της πολιτικής του μνημονίου αποτελούν ένα καθοριστικό πολιτικό γεγονός με διεθνή σημασία. Η συνεπακόλουθη αποτυχία των δυνάμεων του αστικού δικομματισμού και των συναφών κομμάτων να συγκροτήσουν νέα κυβέρνηση και να νομιμοποιήσουν πολιτικά ένα νέο γύρο καταλήστευσης του λαού και  συντριβής των εργατικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, σηματοδοτεί την ακόμη μεγαλύτερη όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων της πολιτικής που απαιτεί η ευρωζώνη και η βαθιά κρίση του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Οξύνονται δηλαδή στο έπακρο οι εσωτερικές αντιθέσεις της μνημονιακής πολιτικής του κοινωνικού, δημοκρατικού και εθνικού αποπληθωρισμού.

Αντικειμενικά η νέα εκλογική πολιτική μάχη, που έχει ξεκινήσει, σηματοδοτεί την ποιοτική αναβάθμιση των πολιτικών διλημμάτων και την όξυνση της πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης στον τακτικό κόμβο της 17ης  Ιούνη.

Η περίοδος των Μνημονίων υπήρξε ένα χρονικό διάστημα έντονων ταξικών αγώνων με δεκάδες πανεργατικές απεργίες, το κίνημα των πλατειών, τη σύγκρουση του λαϊκού κινήματος με τις κυβερνητικές επιλογές του Μεσοπρόθεσμου και του δεύτερου Μνημονίου, τα κινήματα ανυπακοής στα χαράτσια, η έκφραση της λαϊκής οργής στις παρελάσεις, οι αγώνες της Κερατέας και της Χαλυβουργίας. Παράλληλα η τεραστία αύξηση της ανεργίας, η μείωση του λαϊκού εισοδήματος, η όξυνση του αστυνομικού αυταρχισμού, η ταπείνωση της εθνικής περηφάνιας κατοχύρωσαν νέα ποιοτικά δεδομένα στον πολιτικό και κοινωνικό ιστό της χώρας. Όλα αυτά πρέπει να αποτιμηθούν προκειμένου να επανεκτιμηθούν οι αριστερές πολιτικές στρατηγικές.

1.Καταγράφεται μια βαθιά ήττα της κυρίαρχης αστικής πολιτικής των μνημονίων. Ο λαός δεν υποκύπτει πλέον στα εκβιαστικά διλήμματα των αστικών κομμάτων και μηχανισμών (ΕΕ, ΔΝΤ). Δεν τρομοκρατείται ούτε μπροστά στις κάλπες. Αντίθετα αντιλαμβάνεται την εκλογική διαδικασία ως την αχίλλειο πτέρνα ενός αυταρχικού κράτους, ως την ευκαιρία όχι μόνο να καταγγείλει αλλά και να ρίξει τις κυβερνήσεις του μνημονίου, να ολοκληρώσει την αποδόμηση του σάπιου πολιτικού συστήματος,  διαδικασία που ο λαός άφησε ημιτελής στις πλατείες.

2.Καταγράφεται επίσης η μείωση της βαρύτητας της ιδεολογικής επιρροής των διεθνών κέντρων του κεφαλαίου πάνω στις λαϊκές μάζες. Η ΕΕ κατοχυρώνεται στη συνείδηση του λαού ως μια βαθιά αντιδραστική δύναμη του κεφαλαίου. Φαίνεται πως η όποια πολιτική παρέμβαση της ΕΕ πολώνει ακόμη περισσότερο το λαό σε ριζοσπαστικότερες θέσεις.

3. Επίσης καταγράφεται η σημαντική αποδυνάμωση της επιρροής των ΜΜΕ στις λαϊκές συνειδήσεις. Τα εναλλακτικά δίκτυα πληροφόρησης δίνουν τεράστια δυναμική στις μαζικές πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς για παρέμβαση στις  εργαζόμενες και νεολαιίστικες μάζες.

4. Υπάρχει μια διευρυμένη απαξίωση και συντριβή των βασικών πυλώνων του αστικού  δικομματισμού. Υπάρχει ανοιχτή πολιτική κρίση. Υπάρχει κατάρρευση του σοσιαλδημοκρατικού πυλώνα. Υπάρχει τεράστιο ρήγμα μέσα στο σώμα της λαϊκής δεξιάς. Η πολιτική της γενικής απαξίωσης των λαϊκών συμφερόντων αποσυνθέτει την ενότητα της δεξιάς παράταξης. Το στοιχείο της εθνικής ταπείνωσης γενικεύεται,  τροφοδοτεί την ακροδεξιά. Η αστική διαχείριση μοιάζει να δυσκολεύεται εξαιρετικά και είναι αναγκασμένη να εξαντλεί διαρκώς όλες τις εφεδρείες της.

5. Κυρίως όμως συντελείται μια τεράστια ενίσχυση της αριστεράς και ανάπτυξη πολιτικών σχέσεων εκπροσώπησης με ευρύτερες λαϊκές μάζες, που ξεπερνούν κατά πολύ το εύρος των παραδοσιακών κομμουνιστογενών ρευμάτων. Η αριστερά αποτελεί πλέον τον κορμό έκφρασης ενός διευρυμένου λαϊκού ριζοσπαστισμού. Η συνολική πολιτική καταγραφή της αριστεράς ξεπερνάει το 25% και συνεχίζει να αναπτύσσεται. Ειδικότερα εντός της αριστεράς καταγράφεται επί της ουσίας μια στασιμότητα (με αναφορά στην συγκυρία) των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΚΚΕ αλλά και μια θεαματική εκτίναξη των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει ότι οι διαδικασίες με τις οποίες αναπτύσσεται η έκφραση του λαϊκού ριζοσπαστισμού στην αριστερά δεν αφορά μονάχα την έκφραση της διαμαρτυρίας. Είναι καθοριστικό το στοιχείο της στρατηγικής, του τρόπου που γίνεται αντιληπτό από ευρύτερα λαϊκά στρώματα το ερώτημα «ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ,  σε αυτή την χώρα».

6. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς ως μια αριστερή δύναμη που μπόρεσε πολιτικά & συμβολικά να συνθέσει α) την καθολική άρνηση της πολιτικής του Μνημονίου με το αίτημα για διαγραφή του χρέους, β) τον πολιτικό ριζοσπαστισμό της ευθείας σύγκρουσης με τους εκβιασμούς του αστικού δικομματισμού και της ΕΕ, προτείνοντας μια «Κυβέρνηση της Αριστεράς» ως μια απάντηση στα άμεσα ζωτικά προβλήματα των λαϊκών μαζών γ) τη φυσιογνωμία ενός πολυτασικού δημοκρατικού πολιτικού χώρου, δ) την κατεύθυνση της μετωπικής ενότητας της αριστεράς ως δυναμική έκφραση μιας ακόμη πλατύτερης λαϊκής συμμαχίας, αντικειμενικά διαμόρφωσε συνθήκες πλατειάς μαζικής πλειοψηφικής απεύθυνσης της αριστεράς. Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύονται τα πλέον καθοριστικά σε σχέση με τις εμφανείς ελλείψεις του και τη σύγκρουση απόψεων που υπάρχουν στο εσωτερικό του. Το γεγονός πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπέκυψε στους εκβιασμούς για δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης, κατοχυρώνει την αξιοπιστία του σε ευρύτερα ακροατήρια και μονιμοποιεί τις σχέσεις του με τον αναδυόμενο λαϊκό ριζοσπαστισμό.

7. Το ΚΚΕ κινήθηκε σε αντίστροφη πορεία, πρόβαλε την κομμουνιστική στρατηγική ως μοναδική απάντηση στις οξυμένες αντιφάσεις της καπιταλιστική κρίσης. Αρνήθηκε κάθε μετωπικό στόχο. Ειδικότερα, η αυστηρή σύνδεση του στόχου για έξοδο από το Ευρώ και την ΕΕ με την στρατηγική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και την «λαϊκή εξουσία» έγινε αντιληπτή από τις λαϊκές μάζες ως αδυναμία ή έλλειψη θέλησης σύγκρουσης με την Τρόικα και τον αστικό δικομματισμό. Αυτή η αδυναμία του ΚΚΕ να προβάλει τη δυνατότητα ενός μεταβατικού πολιτικού προγράμματος που να μπορεί να γειώνει τη στρατηγική του με ευρύτερα λαϊκά στρώματα οδήγησε στην απόλυτη περιχαράκωσή του και σε μια γενική αδυναμία διεύρυνσης των δεσμών του με τον αγωνιζόμενο λαό. Αντικειμενικά, μια στρατηγική που επενδύει στην ήττα του λαού και των άλλων πόλων της αριστεράς,  στοχεύοντας μόνο στην ενίσχυση της,  γίνεται άμεσα αισθητή από τις λαϊκές μάζες και οδηγεί στην πλήρη πολιτική απομόνωσή της. 

8. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με σημαντικά αποθέματα ιδεολογικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού καταγράφεται πλέον ως μια αναγνωρίσιμη αλλά πολύ μικρή πολιτική δύναμη, η οποία δε μπόρεσε να παίξει τον ρόλο του καταλύτη σε μια κατεύθυνση ριζοσπαστικής ανατροπής του πολιτικού τοπίου μέσα στην αριστερά. Όλο το πολιτικό πλαίσιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όλη η τοποθέτηση για την απαίτηση ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος με επίκεντρο την ανάγκη διαγραφής του χρέους, αλλά και την σύγκρουση με την ΕΥΡΩΖΩΝΗ και την ανάγκη εξόδου της χώρας από το ΕΥΡΩ (βλέπε ανάλυση ΛΑΠΑΒΙΤΣΑ-ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ) αντικειμενικά παίζει προωθητικό ρόλο, εφόσον ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα θα μπορούσε να κατοχυρώνει μια διαδικασία μετωπικής συνάντησης όλων των αριστερών πολιτικών δυνάμεων. Όμως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε μπόρεσε να μετουσιώσει αυτή την κατεύθυνση σε δυναμική πρωτοβουλιών, να ορίσει ένα πρόγραμμα στόχων και συνεργασιών που να μετατρέπει την προγραμματική θέση της εξόδου από την ευρωζώνη σε απτή πολιτική μετωπικών συνεργασιών και γραμμή μαζών. Εν τέλει, η άρνηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για συνεργασία με το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής πριν τις εκλογές περιόρισε τη φυσιογνωμία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ένα «μικρό πολιτικό ρεύμα» και στέρησε τη δυναμική μιας ανοιχτής μετωπικής πολιτικής πρωτοβουλίας. Η επιλογή αυτή εισπράχτηκε από μεγάλο μέρος συντρόφων και αγωνιστών ως επιλογή «Φυσιογνωμικής Περιχαράκωσης» στη λογική του αντικαπιταλιστικού πόλου και σε πλήρη αντιπαραβολή με την προοπτική του αριστερού μετώπου.

9. Συνεπώς σε αυτήν τη συγκυρία, ο πολιτικός χώρος τον οποίο ορίζει η αριστερά μετατρέπεται σε ένα πολιτικό εργαστήρι μιας συνάντησης του λαϊκού ριζοσπαστισμού με την προοπτική της αλλαγής της πολιτικής κατεύθυνσης της χώρας. Σήμερα, η αριστερά συναντιέται με μια ιστορική ευκαιρία να μπορέσει να είναι αυτή, η κύρια έκφραση της λαϊκής οργής και ο φορέας της αντεπίθεσης, να δώσει σχήμα στην ελπίδα που ξαναγεννιέται, να μην την χλευάσει. Να συμβάλει καθοριστικά σε μια κατεύθυνση αποδέσμευσης της ελληνικής κοινωνίας από την πολιτική της ΕΕ, να σταματήσει την εκκόλαψη του αυγού του φιδιού. Το ενδεχόμενο να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση της αριστεράς στη χώρα μας, αποτελεί ενδεχόμενο που από μόνο του θέτει το θέμα μιας ακόμη μεγαλύτερης και ραγδαίας αλλαγής των ταξικών συσχετισμών, ως και το όριο του να διακυβευτεί η ίδια η ταξική εξουσία. Αντικειμενικά, απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα οργανωθεί η μέγιστη αστική πολιτική συγκρότηση και θα ασκηθούν τεράστιες πιέσεις, ώστε η αριστερά να παραμείνει κατακερματισμένη και η όποια ριζοσπαστική έκφραση της να υποκύψει στην αστική διαχείριση και ηγεμονία.

10. Κόμβος στο ξεδίπλωμα αυτών των αντιθέσεων αποτελεί το θέμα του Ευρώ και τη Ευρωζώνης. Προφανώς μια κατά μέτωπο σύγκρουση της αριστεράς και του λαού με το ληστρικό επαχθές & επαχθές χρέος και το μνημόνιο, διαμορφώνει τις συνθήκες συνολικής αποσταθεροποίησης των αστικών επιλογών. Η έξοδος της χώρα από το Ευρώ αργά ή γρήγορα θα προκύψει, είτε ως επιβεβλημένη διαδικασία μέσα από τη αντιπαράθεση με την ΕΕ,  είτε ως η μόνη πολιτική επιλογή που μπορεί να σταματήσει την μετακύλιση της κρίσης στα λαϊκά στρώματα. Είναι αναγκαίο προκειμένου να μην προδοθεί ο λαός, η αριστερά να μπορέσει να κρατήσει το ερώτημα αυτό ανοιχτό και να υπερασπιστεί έμπρακτα τη θέση «ΚΑΜΙΑ ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩ», «ΠΡΩΤΑ Ο ΛΑΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΥΡΩ». Αυτό σημαίνει ότι στο Δίλημμα ‘Λαός ή Ευρώ’ η αριστερά θα κρατήσει το μέρος του χειμαζόμενου λαού και δε θα συνεταιριστεί την αστική πολιτική εξουσία σε μια αντιλαϊκή εκστρατεία διάσωσης του Ευρώ και των συμφερόντων των τραπεζών και του κεφαλαίου. 

Σε αυτό το φόντο, οι εκλογές στις 17 Ιούνη αποκτούν πλέον ιστορική σημασία για την ελληνική κοινωνία. Ο λαός, με τη συμμέτοχη και τη στήριξη της αριστεράς στις εκλογές, είναι δυνατό να διευρύνει το πολιτικό ρήγμα που άνοιξε στην πολιτική του μνημονίου με την προσωρινή αδυναμία του αστικού δικομματισμού να συγκροτήσει κυβέρνηση, επιβάλλοντας μια γενική-ολική αδυναμία συγκρότησης αντιδραστικής κυβέρνησης. Αυτή όμως η λαϊκή και αριστερή νίκη,  δηλαδή το μπλοκάρισμα της συγκρότησης μιας κυβέρνησης της αντιδραστικής δεξιάς, μπορεί να γίνει πραγματικότητα μονάχα από μια ριζοσπαστική κυβέρνηση μιας ενωμένης αριστεράς. 

Αποτελεί ταξικό, εθνικό και διεθνιστικό καθήκον του ελληνικού λαού και της αριστεράς στην χώρα μας,  το πολιτικό μπλοκάρισμα της πολιτικής των μνημονίων και της λιτότητας που επιβάλει η ΕΕ. Η αποδιάρθρωση του αστικού κυβερνητικού συνασπισμού, αποτελεί μια συνθήκη που καθιστά de facto την Ελλάδα σπασμένο κρίκο της ΕΕ και δίνει την δυνατότητα στο να σπάσουν και άλλοι κρίκοι, έως το όριο να διαλυθεί η ΕΕ. Να διαλυθεί αυτό το σιδερένιο νεοφιλελεύθερο κάστρο του καπιταλισμού. Η ελληνική ανυπακοή στην πολιτική του μνημονίου, μπορεί να επιφέρει σεισμική ακολουθία σε όλο το ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα  της ΕΕ.

Είναι σαφές πως μια ενδεχόμενη ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της αριστεράς στις επόμενες εκλογές και ειδικότερα μια ενδεχόμενη απώλεια της πολιτικής εξουσίας από την πλευρά του κεφαλαίου, θα οδηγήσει σε μια λυσσαλέα επίθεση στην αριστερά από το σύνολο των μηχανισμών του κράτους (αστικά κόμματα, δημόσιοι οργανισμοί, ΜΜΕ κ.λ.π). Προκειμένου να μπορέσει η αριστερά να διατηρήσει τη μαχητική ριζοσπαστική πολιτική της συγκρότηση, θα πρέπει να μπορεί να στηρίζεται παράλληλα σε μια μετωπική ενότητα των ριζοσπαστικών αριστερών δυνάμεων και στο λαϊκό κίνημα, στους θεσμούς λαϊκής αυτοοργάνωσης, στις λαϊκές συνελεύσεις, στις τοπικές επιτροπές, στα σωματεία, στα πλατιά ενωτικά φοιτητικά σχήματα νεολαίας,  στις αριστερές οργανώσεις κ.λ.π.

Στην βάση αυτή (και στον ορίζοντα της τελικής επί του θέματος συνεδρίασης της ΠΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις 20/5/2012) είναι αναγκαίο η πολιτική κατεύθυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τις εκλογές της 17ης Ιούνη να διαπερνάται από τη λογική του αριστερού μετώπου. Σήμερα είναι αναγκαία και δυνατή η συγκρότηση ενός λαϊκού πολιτικού μετώπου με κέντρο την αριστερά και ενός προγράμματος που ορίζεται γύρω από τα σημεία της διαγραφής του χρέους, της εξόδου από το Ευρώ, της εθνικοποίησης των τραπεζών, της αναδιανομής του πλούτου και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Είναι όμως και από την άλλη σαφές ότι η συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου θα χρειαστεί να περάσει και από πιο αντιφατικές μάχες και επιλογές κοινής δράσης και παρέμβασης. Ιδιαίτερα σήμερα, εν όψει αυτής της ιστορικά σημαντικής εκλογικής μάχης η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να πάρει μια σημαντική μετωπική πρωτοβουλία που θα παίξει προωθητικό ρόλο στον αγώνα του λαού. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα μπορεί να απευθύνει κάλεσμα μετωπικής εκλογικής συνεργασίας - συμπαράταξης σε ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ για τη συγκεκριμένη εκλογική μάχη και να ενισχύσει την προσπάθεια του λαϊκού κινήματος για την ήττα των κυβερνήσεων της δεξιάς με την συγκρότηση μιας ριζοσπαστικής κυβέρνησης της αριστεράς, με άμεσους στόχους α) την καταγγελία και ακύρωση του μνημονίου, β) την διαγραφή του επαχθούς & απεχθούς χρέους, γ) την άρθρωση ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής με βάση τα συμφέροντα του λαού - το ερώτημα του Ευρώ θα κριθεί εκεί, δ) την εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων (ΟΤΕ, ΔΕΗ, κλπ) ε) την υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων και των μισθών, στ) την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών η) την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Οι στόχοι αυτοί ορίζονται σήμερα από τις πρώτες άμεσες προτεραιότητες καθώς και την συνειδητή επιλογή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα να κάνει ένα βήμα προς τη συγκρότηση μιας ευρύτερης ενότητας για τη συγκεκριμένη μάχη των εκλογών γύρω από ένα μάχιμο – αν και όχι ολότελα δικό της - πλαίσιο. 

Μια τέτοια πρόταση θα ενισχύσει τις γραμμές της αριστεράς, θα ενδυναμώσει την αυτοπεποίθηση του λαού, θα ενισχύσει τη δυναμική της εκλογικής νίκης. Μια τέτοια διαδικασία θα ριζοσπαστικοποιήσει περαιτέρω το ΣΥΡΙΖΑ και θα κατοχυρώσει την πολιτική δυναμική της δέσμευσης «ΚΑΜΙΑ ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩ», «ΠΡΩΤΑ Ο ΛΑΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΥΡΩ»

Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. και γενικότερα ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν πρέπει σήμερα να απολέσει την πολιτική του αυτοτέλεια και να υποστείλει τη κριτική στους άλλους πόλους της αριστεράς. Αντίθετα είναι ανάγκαία η περαιτέρω ενδυνάμωσης ενός αυτοτελούς αριστερού μετώπου που να προωθεί με μάχιμο τρόπο την προγραμματική θέση της ανάγκης εξόδου από το Ευρώ κα σύγκρουσης με την ευροζώνη.

Αυτή όμως η γενική αναγκαιότητα πρέπει να γειωθεί στην συγκεκριμένη συγκυρία και στην καθοριστική μάχη αυτής της εκλογικής αναμέτρησης, με στόχο το μπλοκάρισμα της συγκρότησης κυβέρνησης του μαύρου μετώπου. Είναι αναγκαία σήμερα, η κατοχύρωση μιας πρώτης σημαντικής νίκης του λαού, η αντικειμενική βελτίωση των θέσεων μάχης του και της αυτοπεποίθησης του. Μια τέτοια διαδικασία εκλογικής συνεργασίας της αριστεράς, θα δώσει τη δυναμική της συγκρότησης ενός μαζικού πλειοψηφικού κοινωνικού μπλοκ δυνάμεων, ικανού να φέρει σε πέρας διαδικασία της ρήξης με την ευρωζώνη και την επανακατοχύρωση του εθνικού νομίσματος, ως αναγκαίο σταθμό σε μια διαδικασία αναδιανομής του πλούτου υπέρ των λαϊκών στρωμάτων, τη μαχητική υπεράσπιση της εξουσίας της αριστερής κυβέρνησης. Σε αυτή την διαδικασία οι δυνάμεις της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. έχουν να συμβάλουν καθοριστικά.

Σε άλλη περίπτωση μια κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ταυτόχρονα, να προτείνονται και οι αναγκαίοι όροι και προϋποθέσεις για μια μετωπική πολιτική και χωρίς την ταυτόχρονη αναγκαία πολιτική στήριξη του αντιμνημονιακού αγώνα, αντικειμενικά λειτουργεί αποδιαρθρωτικά για την εκλογική μάχη, αφήνει ακάλυπτη τη λαϊκή αγωνία, παραδίδει την προοπτική μια αριστερής κυβέρνησης στην πολιορκία της αστικής ηγεμονίας, αποστερεί από το λαό σημαντικά όπλα για το λαϊκό έλεγχο και την περεταίρω ριζοσπαστικοποίηση μιας ενδεχόμενης αριστερής κυβέρνησης. 

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να πάρουν καθαρή θέση. Στο βαθμό που το ΚΚΕ αρνηθεί την πολιτική συνεργασία στην προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ακόμη και με την δέσμευση όλων των αριστερών δυνάμεων στην προοπτική «ΚΑΜΙΑ ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩ» - «ΠΡΩΤΑ Ο ΛΑΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΕΥΡΩ», τότε είναι αναγκαίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει αποφασιστικά σε εκλογική συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε ενδεχόμενο η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. σήμερα καλείται να δει τη συγκεκριμένη εκλογική μάχη ως έναν κόμβο του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου, όπου πρώτιστα αξιολογείτε η δυνατότητα μιας πρώτης σημαντικής νίκης και ανατροπής των συσχετισμών προς όφελος του λαού. Στην κατεύθυνση αυτή δεν πρέπει να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο της κριτικής στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ, εκείνου του σχηματισμού δηλαδή ,που δείχνει σήμερα να ηγείται της έκφρασης της λαϊκής αμφισβήτησης. Η επιλογή αυτή δεν αναιρεί την ανάγκη έκφρασης σκληρής κριτικής στους συναγωνιστές για τις θέσεις τους για το Ευρώ και για τα άλλα σημαντικά θέματα της πολιτικής και ταξικής αναμέτρησης.

Προφανώς μια τέτοια διαδικασία δεν οδηγεί μονάχα σε ένα και μόνο αποτέλεσμα. Στην τελική στιγμή μπορεί ο αντίπαλος να διασπάσει το αριστερό μέτωπο και να ηγεμονεύσει. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα ο αναδυόμενος λαϊκός ριζοσπαστισμός να ενισχύει την περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση του μετώπου. Η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να αποκοπή από αυτήν τη δυναμική και να επενδύσει στο ενδεχόμενο της αναδίπλωσης του ΣΥΡΙΖΑ και της συντριβής των λαϊκών προσδοκιών, όπως φαίνεται ότι κάνει το ΚΚΕ. Άλλωστε μόνο έτσι αλλάζει ο συσχετισμός δύναμης: με αποφασιστικές πολιτικές πρωτοβουλίες, με την ικανότητα να διεισδύει η ριζοσπαστική πολιτική πρόταση και κατεύθυνση της αριστεράς σε ευρύτερες και αντιφατικές κοινωνικές μάζες και να τις αποσπά από το στρατόπεδο του αντιπάλου. 

Κανείς δεν δικαιούται σήμερα να λείπει από αυτήν την μάχη και να θεωρεί καταδικασμένη σε αποτυχία την προσπάθεια του λαού να γκρεμίσει την κυβέρνηση του μνημονίου. Καμία επιλογή αυτόνομης εκλογικής καταγραφής δεν μπορεί να έχει έρεισμα στη συνείδηση του αγωνιζόμενου λαού. Αντίθετα, μια τέτοια επιλογή, ενδέχεται να διαρρήξει τις σχέσης εμπιστοσύνης μαζί του.

17-05-2012, Παρέμβαση στο ΠΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. 
Αγγελακούδης Κώστας, Αλέξης Κώστας, Αλεξόπουλος Λευτέρης, Αλεξόπουλος Τάκης, Αναλαμπιδάκης Μιχάλης, Αντωνόπουλος Σταύρος, Αποστόλου Μιχάλης, Ατσοπάρδη Κορίνα, Βάσσος Δημήτρης, Βερβέρα Στάθια, Δραγώτης Ευθύμιος, Δούνα Ελένη, Δρίβας Κωνσταντίνος, Ηλιάδης Ηλίας, Ιωάννου Πέτρος, Καλτσάς Αλέκος, Κανελλής Δημήτρης, Καρελάκη Χρύσα, Κούκιος Άγγελος, Κουνινιώτης Δημήτρης, Κουτσιούμπης Γιάννης, Λαμπρόπουλος Λάμπρος, Λίγκας Γιώργος, Μάντζαρης Γιάννης, Μπαγκέρης Μανώλης, Μπαλωτή Εύη, Μπούντας Γιάννης, Νασιοπούλου Ελπίδα, Ξυπολιά Θεοδώρα, Παναγιώτου Μιχάλης  Παπαχρήστος Χρήστος, Πασιαλής Γιώργος, Ποδιάς Κώστας, Πολιτάκη Πολύνα, Προκόπη Νατάσα, Σακελαρίου Κώστας, Σερετίδης Χρήστος, Σπηλιωτόπουλος Χρίστος, Σταματόπουλος Κώστας, Σταματόπουλος Χρίστος, Στόμη Παγώνα, Τσακαλάκης Κώστας, Τσεκούρας Λυκούργος, Τσιούρβα Μαρία, Φλωριώτης Αλέξανδρος, Φραγγίσκου Σοφία, Φυλακτίδης Τάσος, Χήτας Λάμπρος, Χήτα Μελίνα, Χριστοδούλου Στέφανος, Μέλη της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. της ΑΡΑΝ και ανεξάρτητοι Αγωνιστές. 



 
1ο Μέρος:
"Μέσα στους κόλπους του λαού μας έχει σήμερα γίνει σαφές ότι χρειάζεται μια εναλλακτική πολιτική διέξοδος σε ρήξη με τις υπάρχουσες επιταγές κυβέρνησης - τρόικας. Ποια είναι μια άμεση γραμμή διεξόδου; Ποια είναι μια κατεύθυνση ουσιαστικά και σε βάθος εναλλακτικής πολιτικής; Έχουν έστω και μια δόση αλήθειας οι απειλές τους ότι χωρίς Ευρώ και χωρίς τις εξαρτήσεις από τα διεθνή καρτέλ δεν υπάρχει ζωή;"

Το άρθρο αυτό έχει δύο φάσεις: την εισαγωγική (αυτή που ακολουθεί) και την δεύτερη φάση που θα είναι αποκλειστικά για το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης. 

Μέσα στους κόλπους του λαού μας έχει σήμερα γίνει πιο σαφές από ποτέ ότι χρειάζεται μια εναλλακτική πολιτική διέξοδος σε σύγκρουση με την ασκούμενη πολιτική κυβέρνησης και τρόικας. Η συνειδητοποίηση αυτή πηγάζει από την υλική καθημερινότητα των συνεπειών αυτής της πολιτικής τόσο στη τσέπη μας και την ατομικότητα του κάθενος όσο και ως προς τη συνολική υπόθεση της διάλυσης, παραγωγικής ερήμωσης και υποδούλωσης της χώρας. 

Παράλληλα έχει ξεκινήσει ένας ιδιαίτερος διάλογος ως προς το ΠΩΣ, με ποια πολιτική, θα αρθώσουμε ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο. Η συζήτηση αυτή ξεκινά από τα άμεσα και αναγκαία αιτήματα της Στάσης Πληρωμών και Διαγραφής του χρέους και φτάνει μέχρι την κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Είναι σαφές ότι μια συνεκτική πολιτική πρόταση σαν αυτή που μπορεί να πηγάζει από τους κόλπους ενός κυρίαρχου λαού (όταν με το καλό ο ελληνικός λαός γίνει τέτοιος) μπορεί και πρέπει να θέτει τα αιτήματα αυτά σε μια ενιαία κατεύθυνση εξυπηρέτησης των δικών του συμφερόντων και αναγκών. Σήμερα, στις μέρες που πραγματοποιείται ο αγώνας ενάντια στην υποδούλωση και την δια βίου λιτότητα, έχουμε κάθε λόγο να κάνουμε βήματα στη συγκρότηση ενός τέτοιου προγράμματος ούτως ώστε με βάση και γύρω από αυτό να συγκροτείται μια ευρύτατη λαική συμμαχία, μια συμμαχία των πληττόμενων μερίδων που έχουν ανάγκη και έχουν και κάθε λόγο να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να επιβάλλουν τη δικιά τους πολιτική. Στις πτυχές του προγράμματος αυτού θα πρέπει κάθε τμήμα, κάθε μερίδα των εργαζόμενων τάξεων να βλέπει την εξυπηρέτηση των δικών της αναγκών καθώς και μια μεγαλύτερη εικόνα, την εικόνα ενός κυρίαρχου λαού, την εικόνα της πολιτικής και οικονομικής απελευθέρωσης του τόπου μας.

Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που καλείται να απαντήσει το πολιτικό πρόγραμμα που θα επιβάλει ο λαικός αγώνας: α) Υπάρχει σήμερα μια σαφής και άμεση γραμμή διεξόδου; και β) Υπάρχει μια εναλλακτική κατεύθυνση που θα μας βάλει σε άλλη τροχιά πέρα και έξω από τα τέλματα και τις σκοπιμότητες των σημερινών πολιτικών κατεύθυνσεων; Υπάρχει λύση ρηξικέλευθη και ριζοσπαστικά διαφορετική - λύση ζωής;

Για το ερώτημα της άμεσης εναλλακτικής διεξόδου
Ως προς το πρώτο ερώτημα, το ερώτημα της άμεσης γραμμής διεξόδου θεωρούμε ότι έχει δοθεί από διάφορους συναγωνιστές και από τη ζύμωση των απόψεων μια επαρκέστατη απάντηση. Η απάντηση αυτή μιλά:

Για την ανάγκη Στάσης Πληρωμών με πρωτοβουλία του λαού και Μονομερούς Διαγραφής του χρέους. Η κίνηση αυτή διώχνει το βραχνά του χρέους και του διαρκούς δανεισμού και δίνει τη δυνατότητα να βάλουμε σε παραγωγική κατεύθυνση τα κονδύλια που προκύπτουν από τη φορολογία και τα άλλα έσοδα του κράτους. Είναι παράλληλα - και αυτό είναι εξίσου σημαντικό - μια κίνηση απελευθέρωσης του λαού μας από τα δεσμά των διεθνών χρηματαγορών.

Για την ανάγκη μιας ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής και άρα Εξόδου από το Ευρώ. Αν και υπάρχουν ακόμα ορισμένοι που θολώνουν την κατάσταση υποστηρίζοντας ότι μπορούμε να διαγράψουμε το χρέος ή ακόμα και να ασκήσουμε ανεξάρτητη πολιτική μέσα στο Ευρώ, είναι σαφές ότι: α) οι “εταίροι” μας στο Ευρώ δεν θα μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια (το επιτρέπει δεν το επιτρέπει τυπικά η νομοθεσία και οι συμβάσεις της ΕΕ - δεν σεβαστήκανε το Σύνταγμα δεν θα κολλήσουν στις συμφωνιούλες των Βρυξελλών), β) δεν υπάρχει καμία δυνατότητα άσκησης πολιτικής παραγωγικής ανάτασης για την Ελλάδα υπό το βάρος ενός σκληρού νομίσματος που δεν μας επιτρέπει μια στοιχειώδη ευελιξία για την τόνωση της ανάπτυξης. 

Για την ανάγκη εθνικοποίησης - κοινωνικοποίησης των Τραπεζών που αντί να τις πληρώνουμε για να μας κλέβουν θα τις οικειοποιηθούμε προς όφελος δικό μας, για επενδύσεις που στόχο έχουν την παραγωγική ανασυγκρότηση καθώς και για τον κοινωνικό έλεγχο στο χρήμα. Στο ερώτημα πως θα γίνει αυτό η απάντηση είναι πολύ απλή: έτσι και σταματήσει το κράτος τις ενέσεις ρευστότητας οι τράπεζες θα καταρρεύσουν. Το κράτος θα εθνικοποιήσει άμεσα όσες τυπικά μπορεί με μια κίνηση νομοθετικού περιεχομένου και δεν θα πάρει πάνω από 6 μήνες για να πραγματοποιηθεί αυτό ως προς το σύνολο του τραπεζικού συστήματος. 

Για την ανάγκη μιας άμεσης αναδιανομής του πλούτου ώστε να εγγυηθούμε την αξιοπρέπεια και την επιβίωση του κάθενός από εμάς. 

Για την ανάγκη εθνικοποίησης των κοινωφελών επιχειρήσεων τόσο διότι δεν μπορεί το κράτος να παραχωρεί εν μια νυχτί και για την κάλυψη του 1% ενός τοκογλυφικού χρέους επιχειρήσεις όπως η ΔΕΗ, όσο και διότι δεν μπορεί ως λαός να εξαρτώμαστε από την τιμολογειακή πολιτική της εκάστοτε εταιρίας (ελληνικής ή ξένης) για το αν θα μπορούμε να έχουμε ρεύμα ή τηλέφωνο (για να μην μιλήσουμε για το χαράτσι). Σημειώνουμε και εδώ ότι με τον όρο εθνικοποίηση δεν εννοούμε πρώτα και κύρια την κρατική ιδιοκτησία αλλά πρώτιστα τον κοινωνικό έλεγχο και την κοινωνική λογοδοσία.

Για την ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης του τόπου μας, ούτως ώστε να μπορέσουμε, πρώτα και κύρια με τις δυνάμεις (αλλά και με ένα νέο πλέγμα διεθνών σχέσεων) να σταθούμε στα πόδια μας, να παράγουμε αυτά που χρειαζόμαστε και να ζούμε από αυτά. 

Τα αιτήματα αυτά είναι αλυλένδετα. Δεν υπάρχει σάλιο για παραγωγική ανασυγκρότηση όσο ξεπληρώνουμε δυσβάσταχτα και τοκογλυφικά χρέη. Δεν κρατιώνται δύο καρπούζια κάτω από την ίδια μασχάλη: δεν γίνεται και διαγραφή του χρέους - ανεξάρτητη οικονομική πολιτική και Ευρώ. Όσοι οικειοποιούνται το ένα αίτημα αλλά απορρίπτουν το άλλο θολώνουν και συσκοτίζουν τον αγώνα μας. Καλύτερα να είμαστε αποφασισμένοι για έναν αγώνα δύσκολο που όμως έχει βάση παρά να είμαστε ένα σύνολο επιμέρους και αλληλοσυγκρούμενων θέσεων. Το τελευταίο δεν μας επιτρέπει να γίνουμε κυρίαρχος λαός. Και σε κάθε περίπτωση δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχει. Δεν ήταν καλό που ήρθαμε ως εδώ μα δεν θα κλείσουμε και τα μάτια... 

Για το ερώτημα μιας ουσιαστικά εναλλακτικής πολιτικής
Το δεύτερο ερώτημα, το ερώτημα του αν υπάρχει μια ουσιαστικά εναλλακτική πολιτική, τοε ρώτημα για μια λύση που βάζει το τόπο μας σε συνολικά άλλη τροχιά, αξίζει μια βαθύτερη συζήτηση. Είναι όμως εν τέλει και η ουσία. Κατά τη γνώμη μας υπάρχει και μπορεί να ορισθεί στο βαθμό που συμφωνήσουμε στις ανάγκες μας. Λαική ανάγκη κατά τη γνώμη μας είναι:

...να μην τίθονται υπό διακύβευμα οι βασικές ανάγκες σε σίτιση, ένδυση, στέγαση, ηλεκτρισμό, νερό, τηλεπικοινωνίες. Οι βασικές αυτές ανάγκες θα πρέπει να καλύπτονται σε συντριπτικό ποσοστό από την εσωτερική παραγωγή της χώρας πέρα και έξω από κάθε εξάρτηση από την διεθνή αγορά. Δεν εννοούμε να κλείσουμε τα σύνορα αλλά σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να εξαρτώμαστε από αλλού για το αν θα φάμε, αν θα ντυθούμε το χειμώνα, αν θα έχουμε φως το βράδυ, αν θα μπορούμε να πάρουμε ένα τηλέφωνο, αν θα ζεστάνουμε το σπίτι μας ή θα έχουμε ένα σπίτι.

...να υπάρχει μια αξιοπρεπης δουλειά για όλους, μια δουλειά στην οποία ο καθένας μας θα αμείβεται για τον κόπο του. Θα πρέπει να μπορούμε να βρίσκουμε μια δουλειά και κατά το δυνατόν αυτή να είναι κοινωνικά χρήσιμη, στοιχείο που θα ενδυναμώνει το αίσθημα λαικής ενότητας και θα προωθεί την υπόθεση της λαικής εξουσίας. 

...να αναπτύσσονται οι αναγκαίες παραγωγικές μονάδες και να κατακτώνται οι αναγκαίες τεχνικές ούτως ώστε να βαθαίνει η πραγματική ανεξαρτησία του λαού μας μέσα από την ανάπτυξη της τεχνολογίας στις κατευθύνσεις εκείνες που εξυπηρετούν το λαικό συμφέρον (βιομηχανία τροφίμων, περίθαλψη, μέσα μεταφοράς, υποδομές κ.ο.κ.). Στη κατεύθυνση αυτή μπορούμε και πρέπει να συνεργαστούμε με λαούς που επίσης κινούνται σε αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση και προτίθενται να μοιραστούν τις δικές τους κατακτήσεις στα πλαίσια μιας υγιούς συνεργασίας των εργαζόμενων διεθνώς και όχι με σχέσεις εξάρτησης ή αποκρύπτοντας τις μεθόδους και το know-how της παραγωγής όπως κάνουν οι εταιρίες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. 

...να μπαίνει ο εργαζόμενος στο τιμόνι, να έρχεται η παραγωγή πιο κοντά στον δικό του έλεγχο. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενες μερίδες πρέπει (εξάλλου αποδεδειγμένα μπορούν) να παίζουν ενεργό ρόλο στην οργάνωση της παραγωγής καθώς και στην διάθεση των παραγόμενων προιόντων και υπηρεσιών στον ευρύτερο κόσμο πέρα και έξω από την ατομικότητα και τον αγοραίο ανταγωνισμό (συνεπώς θέλουμε ένα μεγάλο νέο συνεταιριστικό κίνημα χωρίς τις αγκυλώσεις και τη διάβρωση του παρελθόντος) και πέρα και έξω από τον έλεγχο των μεσαζόντων και των καρτέλ. Η απευθείας σχέση και διάθεση των προιόντων, από εργαζόμενο σε εργαζόμενο, από παραγωγό σε παραγωγό ενώνει τον κόσμο και τον φέρνει κατ’ ουσίαν πιο κοντά στη δικιά του εξουσία, στην αναγκαία συμμαχία των λαικών δυνάμεων. 

Κάποιοι θα πουν ότι ονειρευόμαστε μια καρικατούρα της σοβιετικής ένωσης. Δεν θα μπούμε στη συζήτηση για το αν αυτό θα ήταν καλύτερο από αυτό που ζούμε σήμερα διότι δεν βρίσκουμε νόημα στη σύγκριση αυτή καθώς το ένα δεν κέρδισε και από τα δικά του λάθη και το άλλο είναι αποδεδειγμένα καταστροφή (το ζούμε εξάλλου). Θα πούμε μόνο ότι ο εκφοβισμός ότι αγορές θα κλείσουν, θα μας κάνουν εμπάργκο και άλλες τέτοιες βλακείες, ξεχνά (επίτηδες) τον πρώτο κανόνα του χρήματος: “όπου υπάρχει αγορά αυτοί θα πουλήσουν”. Μια από τις 1-2 εξαιρέσεις των τελευταίων πολλών δεκαετιών είναι η Κούβα στην οποία η αλήθεια είναι ότι επιβλήθηκε εμπάρκο. Μόνο που η κούβα είναι ακριβώς κάτω από τις ΗΠΑ και όλη η κατάσταση διαμορφώθηκε ψυχροπολεμικά, μόνο που ο ελληνικός λαός έχει σχέση με το σύνολο των λαών της περιοχής, της Ευρώπης και όχι μόνο, μόνο που τέλοσπάνων όπως δείχνουν όλα τα σύγχρονα παραδείγματα διαγραφής χρέους και εκκίνησης μιας εναλλακτικής πολιτικής (πχ. Ισημερινός) μόνο κλειστά σύνορα δεν έφεραν. Ναι θα ταλαιπωρηθούμε κάποιους μήνες αλλά από τη μεριά μας νομίζουμε ότι είναι χαλάλι να ταλαιπωρηθούμε για ένα καλύτερο μέλλον που με τις δυνάμεις του λαού μας μπορούμε να κτίσουμε, παρά να ταλαιπωρούμαστε για να ξεπληρώνουμε τον σύγχρονο αφέντη. 


2ο Μέρος:

Στις 18-3-2012 δημοσιεύθηκε το πρώτο μέρος του συγκεκριμένου άρθρου. Σήμερα - με μια ορισμένη καθυστέρηση - δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος. Το Τρίτο μέρος - επίλογος - αυτού του άρθρου θα δημοσιευθεί στο τέλος της επόμενης εβδομάδας.


Το πρώτο μέρος του κειμένου ανέπτυξε τους βασικούς άξονες μιας εναλλακτικής πολιτικής που βάζει τα θεμέλια για την διέξοδο από την σημερινή πολιτική οικονομικής επιτήρησης, τσακίσματος του εργαζόμενου κόσμου, παραγωγικής αποδιάρθρωσης ως προς αυτά που ο λαός έχει πραγματικά ανάγκη, υποδούλωσης της χώρας και του λαού από τους πολιτικούς εκπροσώπους των τραπεζών στην ΕΕ και το ΔΝΤ καθώς και την ντόπια κυβέρνηση Τσολάκογλου. 

Στα πλαίσια αυτού του δεύτερου μέρους θέλουμε να συζητήσουμε για το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης, τις ανάγκες που καλούμαστε να απαντήσουμε αλλά και τι δυνατότητες που υπάρχουν. Εννοείται ότι - όπως περιγράφηκε στο πρώτο μέρος - η κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης προυποθέτει την άρνηση των μνημονιακών πολιτικών, την αποδέσμευση της χώρας από την επιτήρηση, την έξοδο από την ζώνη του Ευρώ και την άρθρωση μιας αυτόνομης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής. Παράλληλα μια κατεύθυνση παραγωγικής ανασυγκρότησης που στο κέντρο της θα έχει τις ανάγκες του λαού δεν μπορεί παρά να πηγαίνει μαζί με έναν νέο εκδημοκρατισμό της χώρας σε επίπεδο δημοκρατικών δικαιωμάτων, πολιτικών ελευθεριών, συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και εν τέλει δημοκρατίας στους χώρους δουλειάς και ενίσχυσης του ρόλου των εργαζομένων. Επιτρέποντας στους εαυτούς μας μια υπόθεση ότι επί αυτών των θεμάτων υπάρχει επαρκής αρθογραφία και συζήτηση προχωράμε απευθείας στο ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης ιδιαίτερα. 

Ποιες ανάγκες θα καλύψει η κατεύθυνση της Παραγωγικής Ανασυγκρότησης
Τις λαικές ανάγκες φυσικά! Ποιες όμως είναι οι ανάγκες του λαού και πάνω από όλα ποιες είναι οι ανάγκες που ιεραρχούμε στο σήμερα. Στο δικό μας μυαλό του μη ειδικού μπορούμε να περιγράψουμε τουλάχιστον τις παρακάτω αναγκαιότητες για το λαό μας:
Αυτάρκης και υψηλής ποιότητας διατροφή. Η εγχώρια παραγωγή έχει τη δυνατότητα να θρέψει όλο το λαό με υψηλής ποιότητας προιόν όπως επανηλλημένα έχουν δηλώσει οι εκπρόσωποι των συλλόγων αγροτών και όπως λέει η κοινή λογική. 
Επάρκεια Ύδρευσης και Ρεύματος με βάση τον φυσικό πλούτο της χώρας, υψηλής ποιότητας δίκτυα μεταφορά και δίνοντας έμφαση σε μια ουσιαστική φιλικότητα προς το περιβάλλον.
Εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας πέρα και έξω από όλα τα σχέδια εκμετάλλευσης του Αιγαίου από τα κοράκια των πολυεθνικών. Μέταλλο, κάρβουνο, πετρέλαιο και λοιπός φυσικός πλούτος είναι αναγκαία στοιχεία για την εποχή μας, είναι ευτύχημα το ότι ο τόπος μας προσφέρει αυτές τις δυνατότητες.
Παραγωγή όσο το δυνατόν περισσότερων συστημάτων που απαιτούνται για την ανάπτυξη των παραπάνω. Πέραν δηλαδή της βιομηχανικής συγκρότησης γύρω από τα βασικά είδη (πχ. μεταποίηση ειδών διατροφής) απαιτείται και η βιομηχανική παραγωγή των συστημάτων που απαιτούνται για όλα αυτά (από Τρακτέρ και πλοία αλιείας μέχρι εργαλειομηχανές για την βιομηχανία τροφίμων κ.ο.κ.). 
Ανάπτυξη των συστημάτων Υγείας, από τη χημική βιομηχανία και το φάρμακο μέχρι την κατάκτηση της αναγκαίας τεχνογνωσίας για την λειτουργία σύγχρονων τεχνολογιών στο χώρο της υγείας.
Εθνικός έλεγχος στα δίκτυα τηλεπικοινωνιών. Λειτουργία ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΔΕΥΑ ως επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας με τη λογική του μηδενικού κέρδους που σημαίνει ότι ότι αποκομίζουν από τους λογαριασμούς το επανεπενδύουν για περαιτέρω ανάπτυξη αυτών ή συγγενών πεδίων ή αν υπάρχει πλεόνασμα μειώνουν τα τιμολόγια. 
Και θέλουμε να τονίσουμε ότι τα παραπάνω μπορούν να καλύψουν τις βασικές ανάγκες αν ελέγχονται από τον λαό και δεν πάρουν εν τέλει την τροπή και τη λογική της καπιταλιστικής κερδοφορίας και τον ανταγωνισμό του κέρδους. Για το λόγο αυτό θα πρέπει όσο περισσότερο γίνεται να αναπτυχθούν με τη λογική ενός νέου συναιτεριστικού κινήματος με απευθείας συμμετοχή των παραγωγών στις αποφάσεις και με τη λογική ενός ουσιαστικού ρόλου των εργαζομένων μέσα στη βιομηχανική παραγωγή. Παράλληλα η κοινωνία, από την τοπική κοινωνία μέχρι το εθνικό επίπεδο θα πρέπει να μπορεί να ελέγχει το τι παράγεται και να γνωμοδοτεί επί αυτού. 


Για την Αγροτική, Κτηνοτροφική και Αλιευτική παραγωγή
Αναμφίβολα η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να καλύψει τις ανάγκες του λαού στο ζήτημα της διατροφής. Ολότελα έχει τη δυνατότητα να καλύψει την εγχώρια ζήτηση αλλά και να πουλήσει στο εξωτερικό προιόν εξαιρετικής ποιότητας και φυσικά υψηλής αξίας. Παρά αυτή τη δυνατότητα, η ύπαιθρος σήμερα μαραζώνει. Και πως να μην μαραζώνει όταν για 3 δεκαετίες πλέον η αγροτική παραγωγή κινείται με τη λογική των κοινοτικών επιδοτήσεων που δίνανε λεφτά ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΡΗΓΑΓΕΣ αυτό που ο τόπος σου πραγματικά μπορούσε να παράξει, αυτό που ήταν καλό και χρήσιμο, αν πετούσες τα πορτοκάλια και τα βερίκοκα σου. Πως να μην είναι έτσι όταν οι συναιτερισμοί διαλύθηκαν από τη δράση των λαμογοσυνδικαλιστών ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (δυστυχώς όχι μόνο αυτών βέβαια), όταν η κτηνοτροφία είναι στα χέρια 3-4 μεγάλων επιχειρήσεων (ΔΕΛΤΑ, ΦΑΓΕ, ΜΕΒΓΑΛ) και ο άμεσος παραγωγός είναι έρμαιο του μεσάζοντα.

Άρα σήμερα δεν αρκεί να πούμε ότι το χώμα μας είναι καλό και ότι μπορούμε. Πρέπει να πούμε και το πως. Όμως ειδικά στην εποχή μας η ύπαιθρος μπορεί να είναι μια νέα διέξοδος για πολύ κόσμο που λιμνάζει στην ανεργία των μεγαλουπόλεων. Γνώμη μας είναι ότι απαιτούνται οι παρακάτω βασικές επιλογές:

Γεωπόνοι που θα προσληφθούν από το κράτος, αγροτικές ομοσπονδίες και συναιτερισμοί καθώς και οι βασικές εργατικές Συνομοσπονδίες πρέπει να καταλήξουν σε ένα "χάρτη διατροφικών αναγκών" και να οριστούν οι περιοχές της χώρας που μπορούν να παράξουν το κάθετι. 
Δεδομένου ότι έχουμε αρνηθεί την πληρωμή του χρέους και υπάρχει η αυτοτελής οικονομική πολιτική, το κράτος πρέπει να δώσει κίνητρα για την ανάπτυξη της αγροτικής, κτηνοτροφικής και αλιευτικής εργασίας στη βάση του προαναφερθέντος χάρτη αναγκών. Τα οικονομικά κίνητρα θα πρέπει να αφορούν την παραγωγή ειδών και τη μεταποίηση αυτών. Το κίνητρο δεν πρέπει να έχει κύρια το χαρακτήρα επιδότησης (φυσικά ένα μέρος θα είναι έτσι για την αγορά μηχανημάτων κλπ) αλλά κύρια το χαρακτήρα εγγυημένης αγοράς του προιόντος από την ευρύτερη περιοχή ή το κράτος. Τα οικονομικά αυτά κίνητρα θα πρέπει να συνδυάζονται παράλληλα με αυστηρό έλεγχο που θα πρέπει να γίνεται τόσο από το κεντρικό κράτος όσο και από τον λαό μιας ορισμένης περιοχής. Μορφές λαικής δημοκρατίας όπως οι λαικές συνελεύσεις, τα μεγάλα σωματεία ή ακόμα και οι ενώσεις καταναλωτών θα πρέπει να μπορούν να παρεμβαίνουν και να ζητούν τα στοιχεία με το τι παράγεται και πως. Δεν θέλουμε άλλους αετονύχηδες και άλλες μπάζες στην Ελλάδα. Παράλληλα ο τα κίνητρα θα πρέπει να ενισχύουν την ανάπτυξη συναιτερισμών παραγωγών. 
Εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής τουλάχιστον στα πιο βασικά είδη με ευθύνη του κράτους κύρια μέσω της συνεργασίας του κράτους με τους αγροτικούς συναιτερισμούς. 
Κατάργηση των μεσαζόντων διά νόμου. Επί παραδείγματι μπορεί να επιβληθεί ότι τα αγροτικά προιόντα μπορούν να πουληθούν από τους αγροτικούς συναιτερισμούς ή απευθείας από τον παραγωγό στον καταναλωτή ή στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει έλεγχος στη λογική καρτέλ που αναπτύσσουν οι αλυσίδες μεγάλων σούπερ μάρκετ. Αυτό αφενός μπορεί να γίνει μέσα από τη δημιουργία καταστημάτων των ίδιων των συναιτερισμών και αφετέρου με την κατοχύρωση εγγυημένης τιμής στο προιόν, επιβολή αγοράς του ελληνικού προιόντος κ.ο.κ. 
Κατάργηση της μαφίας που κυριαρχεί σε πάρα πολλά προιόντα όπως το λάδι και αναγκάζει τους ντόπιους παραγωγούς να πουλάνε το λάδι τους κοψοχρονιά και να το βλέπουν να αναμειγνύεται με Ιταλικά, Ισπανικά και άλλα λάδια αλλά να γράφει ακόμα "αγνό παρθένο ελαιόλαδο Ελλάδας".
Τα παραπάνω είναι βασικοί άξονες σκέψεις. Αναμφίβολα όσο ο λαός έρχεται πιο κοντά στη δικιά του εξουσία τότε τα παραπάνω θα γίνονται ζητήματα που θα λύνονται ουσιαστικότερα από τους ίδιους τους παραγωγούς, τους επιστήμονες που συμμετέχουν στην παραγωγική διαδικασία και τον ευρύτερο λαό. Θέλουμε τέλος να τονίσουμε ότι πρέπει να κοιτάξουμε και τα νησιά μας και τους ψαράδες μας εκεί. Ίσως αυτοί ξεχάστηκαν γιατί δεν πολυχώρεσαν στις κοινοτικές επιδοτήσεις όμως εμείς δεν πρέπει να ξεχνάμε την μεσογειακή μας διατροφή, το συγκριτικό αυτό μας πλεονέκτημα, την σημασία τους για το διατροφικό μας κύκλο ή ακόμα και για την πώληση υψηλής ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας προιόντων στο εξωτερικό.


Για μια νέα βιομηχανική πολιτική
Σήμερα απαιτείτα μια ολότελα διαφορετική βιομηχανική πολιτική που καταρχήν αντιστέκεται στην πολιτική των βιομηχάνων! Η νέα εκβιομηχάνιση που χρειαζόμαστε θα είναι  γύρω από τους παραπάνω άξονες δίνοντας έμφαση στα πεδία της μεταποίησης και της πλήρους εκμετάλλευσης των προιόντων του πρωτογενούς τομέα (το βασικό προιόν και όλα τα υποπροιόντα που μπορούν να προκύψουν), στη μεταλλοβιομηχανία, τη χημική βιομηχανία και τα φάρμακα, την αυτοματοποίηση που πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες της βιομηχανικής παραγωγής κ.ο.κ. Θέλουμε μια βιομηχανική συγκρότηση που κυρίως (όχι αποκλειστικά γιατί η βιομηχανική παραγωγή έχει και το στοιχεία της έρευνας μελλοντικών λύσεων) αυτά που ο λαός έχει σήμερα ανάγκη καθώς και αυτά που η ίδια η βιομηχανία έχει ανάγκη για να προχωρά χωρίς να εξαρτάται εφ όρου ζωής από την αγορά εργαλειομηχανών από το εξωτερικό, την εκπαίδευση προσωπικού εκεί κ.ο.κ.

Πέραν όμως ενός ευχολογίου πως μπορεί να αναπτυχθεί μια τέτοια βιομηχανία στη χώρα μας; Πως μπορεί να γίνει αυτό χωρίς να θρέψουμε εμείς οι ίδιοι τους νέους βιομήχανους που θα τσακίσουν το λαό μας; Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά έχουν δοκιμασθεί να δοθούν ιστορικά. Γνώμη μας είναι ότι απαιτείται ένας συνδυασμός μεταξύ κρατικής ιδιοκτησίας και κεντρικού σχεδιασμού και ενεργού ρόλου της τοπικής κοινωνίας. Όσα περισσότερα μπορούν να αποκεντρωθούν και να έρθουν κοντά στον έλεγχο της ίδιας της τοπικής κοινωνίας τόσο το καλύτερο. Για παράδειγμα η βιομηχανία αγροτικών προιόντων θα είναι δυνητικά αποκεντρωμένη και άρα στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν απαιτείται κρατική ιδιοκτησία. Η εγγύηση αγοράς του τελικού προιόντος ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του κόσμου, η επιβολή αγοράς του ντόπιου προιόντος από όλες τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ είναι επαρκής εγγύηση κερδοφορίας για να αναπτυχθεί αυτή η βιομηχανία. Από την άλλη υπάρχουν ζητήματα όμως η ναυπήγηση πλοίων (πχ αλιευτικών) που αντικειμενικά θα πρέπει να αναπτυχθούν με από τα κεφάλαια του κράτους. Μάλιστα θα λέγαμε ότι ορισμένες σημαντικές, πολύπλοκες, εν δυνάμει ιδιαίτερα κερδοφόρες βιομηχανίες που παράλληλα σχετίζονται με την κατάκτηση τεχνογνωσίας υψηλού επιπέδου όπως η βιομηχανία μετάλλου, το φάρμακο, τα είδη βιομηχανικού αυτοματισμού θα πρέπει να είναι δημόσιες και σωματεία που θα έχουν ενεργό ρόλο στη διοίκηση.

Γνώμη μας είναι ότι απαιτείται και μπορεί να αναπτυχθεί τέτοια βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα. Πριν 30 χρόνια στη χώρα μας παραγόταν τα τρακτέρ Στάγιερ (θυγατρική της αυστριακής) αλλά σήμερα η πολιτική των αναδιαρθρώσεων έχει αναιρέσει κάθε τέτοιο ρόλο από την Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων. Φυσικά και υπάρχουν ελλείψεις στην τεχνογνωσία όμως η ανάγκη για τα προιόντα της βαριάς και σύγχρονης βιομηχανίας είναι τέτοια που μπορεί να επιταχύνει την συγκρότηση της.  Δεν συντρέχει όμως κανένας αντικειμενικός λόγος γιατί δεν μπορεί να υπάρχει υψηλής τεχνολογίας στη χώρα μας. Ο μόνος λόγος που αυτό δεν συμβαίνει είναι επειδή οι πιο ισχυροί του διεθνούς βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου κρατάνε αυτές τις επιχειρήσεις στα χέρια ορισμένων μονοπωλίων που εκμεταλλεύονται όλους τους λαούς του κόσμου είτε βάζοντας τους να δουλεύουν για ένα δολλάριο την ώρα είτε βάζοντας τους να αγοράζουν από την Κίνα αυτό που θα μπορούσε να παραχθεί από τους ίδιους. Πιστεύουμε δε ότι μια τέτοια βιομηχανία αν υπόκειται σε πραγματικό δημόσιο έλεγχο μπορεί να συνδυαστεί με τις προηγούμενες κατευθύνσεις τις παραγωγικής ανασυγκρότησης και να εκτοξεύσει επί παραδείγματι τις δυνατότητες και προοπτικές μιας νέας αγροτικής πολιτικής. Θα πουν ορισμένοι "μα καλά είναι δυνατόν να το πιστεύεις αυτό; Ξέρεις πόσο πιο πολύ θα κοστίζει να αναπτύξεις μια δικιά σου μηχανή από το να αγοράσεις μία έτοιμη από μια μεγάλη εταιρία του εξωτερικού;". Ναι, φυσικά αν σκεφτώ σαν ατομικός κεφαλαιοκράτης το να αγοράσω μια έτοιμη εξυπηρετεί τις ανάγκες μου για άμεση κερδοφορία. Αν όμως σκεφτούμε σαν κοινωνία τότε θα δούμε ότι το να αναπτύξουμε εμείς μέρος τουλάχιστον των μηχανών που χρειαζόμαστε θα μας κάνει να δουλεύουμε όλοι, να αποκομίζουμε τεχνογνωσία, να προσαρμόζουμε τα πράγματα στις ανάγκες μας ενώ ν τέλει (μετά από κάποια χρόνια) θα μας έρχεται και πιο φτηνά ενώ δεν μπορούμε να αποκλείουμε ότι θα πουλήσουμε τέτοια συστήματα είτε γενικώς στη διεθνή αγορά είτε προς τις χώρες και τους λαούς που αναπτύσσουμε μια φίλια σχέση στα πλαίσια της πάλης για αντίσταση στην επίθεση των μονοπωλίων και των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων.

Τέλος θέλουμε να σημειώσουμε ότι σε μια νέα βιομηχανική πολιτική που δεν θα σκοπεύει στη θρέψη βιομηχάνων αλλά στη κάλυψη των αναγκών του λαού θα πρέπει να συνυπολογίζεται το περιβαλλοντικό και οικολογικό ζήτημα. Δεν θα καταστρέψουμε αυτό που θα χρειάζεται ο λαός για πάντα για να κερδίσουμε λίγο παραπάνω σήμερα.

Για το ζήτημα αυτό παραπέμπουμε στο βιβλίο του Μπάτση "Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα"

Για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας
Στη χώρα μας υπάρχει ανεκμετάλλευτος ορυκτός πλούτος. Αυτό είναι γνωστό από παλιά και υπάρχουν περισσότερα στοιχεία σε έρευνες του ΙΓΜΕ αλλά και σε βιβλία σπουδαίων μελετητών όπως ο Μπάτσης. Γιατί αυτός ο πλούτος παραμένει ανεκμετάλλευτος; Διότι πολύ απλά η ντόπια αστική τάξη παραχωρεί αυτά τα δικαιώματα στα διεθνή μονοπώλια. Από την εποχή των σχεδίων Μάρσααλ ο ορυκτός μας πλούτος έχει υποθηκευτεί και παραμένει εκεί περιμένοντας πότε τα κοράκια των ΗΠΑ και  της ΕΕ θα εκτιμήσουν ότι πολιτικά μπορούν να το κάνουν και ότι το έχουν ανάγκη για την κερδοφορία τους.

Εμείς θα πρέπει να κοιτάξουμε τις ανάγκες του λαού μας και να ακυρώσουμε όλες αυτές τις δεσμεύσεις. Τον πλούτο μας σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο, μέταλλο θα πρέπει να τον εκμεταλλευτούμε με προσοχή για τις δικές μας ανάγκες και σεβασμό στο περιβάλλον. Υπάρχει η τεχνογνωσία για να γίνει αυτό; Σε ένα βαθμό ναι σε ένα βαθμό ίσως όχι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να κατακτηθεί. Εξάλλου "εκεί έξω" στην διεθνή κοινότητα που δεν αρχίζει με τις ΗΠΑ και τελειώνει με τη Γερμανία υπάρχουν ένα σύνολο χωρών που τα έχουν επίσης κακά με αυτούς και έχουν την τεχνογνωσία για να βγάλουν και να επεξεργαστούν ας πούμε το πετρέλαιο (βλ. Βενεζουέλα). Μια λαική κυβέρνηση της Ελλάδας μάλλον θα μπορεί πολύ εύκολα να συνάψει μια συνεργασία ανταλλαγής γνώσεων με μια τέτοια χώρα. Και σε αυτούς λείπουν πράγματα που εμείς από καιρό έχουμε κατακτημένα. Φυσικά τίθεται το ερώτημα του αν υπάρχει το αναγκαίο κεφάλαιο; Και εδώ η λύση έρχεται από την πολιτική άρνησης του χρέους και εθνικοποίησης των τραπεζών. Και φυσικά δεν ονειρεύομαστε κανένα θαύμα που θα μας κάνει το κέντρο της βιομηχανικής δραστηριότητας σε 5 χρόνια. Εκτός του ότι αυτό δεν είναι το όνειρο μας, πιστεύουμε ότι μεθοδικά, σιγά - σιγά αλλά με σαφή κατεύθυνση την εξυπηρέτηση των αναγκών του εργαζόμενου κόσμου μπορεί να συσσωρευθεί το κεφάλαιο και η τεχνογνωσία που απαιτείται για την διεκπεραίωση αυτών των δραστηριοτήτων. Και φυσικά παρά το γεγονός ότι αρχικά μια τέτοια κίνηση απαιτεί μεγάλη επένδυση, στο τέλος έχει να αποφέρει πολλαπλάσια κέρδη.

Για μια νέα πολιτική για τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας
Ειδικό ρόλο σε μια εναλλακτική πολιτική για την παραγωγική βάση έχουν οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, το ρεύμα, το νερό και το τηλέφωνο. Αυτές οι επιχειρήσεις στο βαθμό ιδιαίτερα που είναι δημόσιες έχουν δύο μεγάλες ιδιαιτερότητες: α) έχουν εγγυημένη και τεράστια κερδοφορία, β) καλύπτουν άμεσες λαικές ανάγκες - ζητήματα που χωρίς αυτά το βιοτικό επίπεδο πέφτει κατακόρυφα. Συνεπώς απαιτείται μια ιδιαίτερη πολιτική που αφενός να καθιστά το αγαθό τους όσο πιο φθηνό γίνεται και αφετέρου να εγγυάται τη δικιά τους ανάπτυξη και σταθερό εκσυχγρονισμό. Πρώτα και κύρια οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει να είναι δημόσιες και να υπόκεινται σε εργατικό και κοινωνικό έλεγχο από τα σωματεία τους (χωρίς τις συνδιαλαγές αλλά με μια αναγέννηση του κινήματος) και τους πολίτες των πόλεων και της υπαίθρου μέσα από τις δομές που οι ίδιοι διαμορφώνουν (λαικές συνελεύσεις, επιτροπές γειτονιάς κλπ). Καμία πρακτική τους δεν μπορεί να τις κάνει να δρουν σαν επιχειρήσεις που αναζητούν την κερδοφορία: το ρεύμα δεν κόβεται στον άνθρωπο που δεν έχει να πληρώσει, χαράτσι για την κυβέρνηση δεν θα περνά μέσα από τα τιμολόγια αυτού που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε. Καμία τους πρακτική δεν μπορεί να δείχνει ότι δεν σέβονται αυτά που έχει ανάγκη ο λαός: από την ποιότητα του νερού μέχρι την επίδραση στο περιβάλλον από τα φράγματα ή τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ισχύος. Η κερδοφορία τους δεν θα είναι για τις ίδιες. Οι επιχειρήσεις αυτές πρέπει να λειτουργούν με τη λογική του μηδενικού κέρδους. Δηλαδή με τα έσοδα θα καλύπτουν τα έξοδα, θα κάνουν τις αναγκαίες νέες επενδύσεις, θα τροφοδοτούν την ανάπτυξη άλλων κρίσιμων μονάδων (πχ. βιομηχανία ορυκτού πλούτου) και το περίσσευμα θα το επιστρέφουν πίσω στο λαό με τη μείωση των τιμολογίων την επόμενη χρονιά ή ευρύτερη περίοδο. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι στην πραγματικότητα πιο κερδοφόρες από ότι τις παρουσιάζουν. Η ΔΕΗ επί παραδείγματι αναγκάζεται να μειώσει την κερδοφορία της μέσα από τη νομοθεσία που της επιβάλλει να αγοράζει ακριβά την κιλοβαττώρα από τα εργαστάσια (που έκλεισαν εν μια νυχτί) του Μυτιληναίου, να συντηρεί ένα δίκτυο που άλλοι ταλαιπωρούν μέσα από την άναρχη ανάπτυξη μικρών φωτοβολταικών πάρκων κ.ο.κ. Μια δημόσια πολιτική ενέργειας που δίνει έμφαση στην ποιότητα της παρεχόμενης ισχύος και την φιλικότητα προς το περιβάλλον χωρίς έξτρα έξοδα για να καλυφθούν οι ενωσιακές πολιτικές ή να γίνει ο χώρος της ενέργειας μια καλή επένδυση για τους ιδιώτες μπορεί να κάνει την ενέργεια φτηνότερη προς το λαό και πιο ποιοτική. Αρνούμαστε τη προπαγάνδια για τον ΟΤΕ: μετά την ιδιωτικοποίηση της αγοράς τηλεπικοινωνιών πληρώνουμε τα μαλιοκέφαλα μας αλλά μας βαράνε στην ψευδαίσθηση ότι οι ιδιωτικές εταιρίες μειώνουν τις τιμές. Μα για να μπούνε το κράτος έκανε πρώτα την τιμή του ΟΤΕ πανάκριβη ώστε να γίνει κερδοφόρα η επένδυση για μια πολύ μικρότερη εταιρία όπως η Forthnet, η TELAS ή τόσες άλλες που φύτρωσαν για 2-3 χρόνια! Πριν από αυτά πληρώναμε ένα εικοσάριο για όσο και αν μιλούσαμε και ο ΟΤΕ ήταν κερδοφόρος.

Επίσης στα θέματα αυτά απαιτείται μια προσεκτική περιβαλλοντική πολιτική. Σήμερα διαλύουμε χωράφια και φυτεύουμε φωτοβολταικά μέσα από το σύστημα των κοινοτικών επιδοτήσεων. Πάλι μπάζα και κλεψιά για τους αετονύχηδες ή έστω όσους στάθηκαν πιο τυχεροί. Γιατί να καταστρέφουμε την ύπαιθρο έτσι. Γιατί να έχουμε τόσα φωτοβολταικά αλλά να μην αναπτύσσουμε τα υδροελεκτρικά εργοστάσια; Γιατί δεν ενισχύουμε τη χρήση φωτοβολταικών σε όλες τις πολυκατοικίες της Αθήνας αλλά τα πετάμε σε πάρκα στην ύπαιθρο; Συνυπολογίζεται ότι το φωτοβολταικό καταπονεί το δίκτυο; Είναι αναμφίβολο ότι δεν έχει γίνει καμιά τεχνική μελέτη. Η μόνη μελέτη που έχει γίνει αφορά τη γερή μπάζα που θα κάνουν ορισμένοι ενώ όλα τα άλλα αφήνονται στους τεχνιικούς της ΔΕΗ που μετά θα τους πούνε ότι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Μια παραγωγική ανασυγκρότηση με επίκεντρο τους εργαζομένους θα πρέπει να κινείται σε ολότελα διαφορετική κατεύθυνση.

Εν κατακλείδι...
Εδώ γράψαμε λίγες σκέψεις για το ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης του τόπου μας. Ούτε ξέρουμε πολλά από τη μεριά μας ούτε ειδικοί είμαστε. Αγωνιούμε όμως για το ερώτημα και για αυτό προτιμάμε να μιλάμε παρά να καθόμαστε στην άγνοια ή την μερικότητα των γνώσεων μας. Πιστεύουμε δε ότι άμα το πράγμα συζητηθεί σε μαζικό επίπεδο τότε αναμφίβολα όλοι μαζί έχουμε την γνώση και την εμπειρία για να το προχωρήσουμε σωστά. Το πιο σημαντικό που θέλουμε εμείς να τονίσουμε είναι ότι είναι αναγκαίο και ότι λύση υπάρχει. Υπάρχει ζωή χωρίς το Ευρώ. Μπορούμε να καλυφθούμε με τα ντόπια προιόντα. Μπορούμε να παράξουμε φθηνό και ποιοτικό ρεύμα. Μπορούμε με προσπάθεια να αναπτύξουμε μια δημόσια βιομηχανία. Δεν είναι καταραμμένος ούτε ο τόπος ούτε ο λαός. Ανίκανοι δεν είμαστε. Επίσης σημαντικό είναι να δούμε και την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και την ενίσχυση του ρόλου των εργαζομένων στην παραγωγή. Χρειάζεται δηλαδή ανατροπή των υπάρχουσων παραγωγικών σχέσεων και για αυτό τονίσαμε την ανάγκη ενίσχυσης του λαικού ελέγχου και του ελέγχου από τους ίδιους τους εργαζομένους και παραγωγούς. Γίνεται. Πολιτική αντίστοιχη και συλλογική προσπάθεια θέλει...

Όπως λέει και το τραγούδι της αντίστασης...
Δουλειά χαρά και μόρφωση
να το ιδανικό μας!
και θέλουμε στον τόπο μας,
Ελλάδα μας,
αφέντη το λαό μας!

Κώστας Αλέξης
 
ΑΓΩΝΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΝΙΚΗ

1. Για την πολιτική σημασία της Εξέγερσης

Ένα χρόνο από την επιβολή της συνθήκης «εκτάκτου ανάγκης» στην οποία εξανάγκασαν «συνωμοτικά» τον ελληνικό λαό από κοινού η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και η Τρόικα, ένας περήφανος μαχητικός λαϊκός ξεσηκωμός γενικεύεται και διαψεύδει κατηγορηματικά όλους (δεξιούς και αριστερούς) όσοι πίστεψαν ότι σ’ αυτή την πολιτική συγκυρία δεν μπορούν να υπάρξουν μαζικές λαϊκές πολιτικές αντιστάσεις.

Μέσα σε ελάχιστο και εντελώς συμπυκνωμένο πολιτικό χρόνο, εκατοντάδες χιλιάδες λαού συμμετείχαν, λιγότερο η περισσότερο, στην ανθρωποπλημμύρα που γέμισε τις πλατείες των «εξεγερμένων» όλης της χώρας, δημιουργώντας ένα διαρκές πολιτικό γεγονός τεράστιας σημασίας. Όλος αυτός ο κόσμος που έμοιαζε έτοιμος «να σκάσει!!» μέσα στην απίστευτα πνιγηρή ατμόσφαιρα της συναίνεσης των επαγγελματιών πολιτικών και των συνδιαχειριστικών κομμάτων, την ανοιχτά προδοτική στάση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του υποταχτικού πολιτικού χαρακτήρα της επίσημης Αριστεράς, τελικά, βρίσκει «μόνος του» το δρόμο του αγώνα. Η Εξέγερση συνιστά την πιο αυθόρμητη και μαχητική έκφραση ενός λαού που ψάχνει να βρει δρόμους χωρίς και ενάντια στη διαμεσολάβηση των κρατικά διορισμένων αλλά και των αυτόκλητων και αυτάρεσκων πολιτικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών.

Σήμερα δώδεκα μέρες μετά την απροσδόκητη έναρξη αυτής της γνήσιας λαϊκής Εξέγερσης, που δεν έχει προηγούμενο στην πρόσφατη ιστορία του τόπου μας, τίποτα δεν παραμένει το ίδιο. Πρόκειται για ένα κορυφαίο πολιτικό γεγονός στην ιστορία της πάλης του λαού μας, γιατί μπόρεσε να ραγίσει και συνεχίσει να ραγίζει, όλη αυτή τη «συνθήκη» του σιδερένιου κλουβιού, στην όποια η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου επιχειρεί να μας εξαναγκάσει.

Γιατί ανατρέπει, στην ίδια του τη διαδικασία, όλο αυτό το πνιγηρό κλίμα του σιωπηλού μονόδρομου, της απίστευτης οικονομικής βίας, της συνειδητής κοινωνικής και οικονομικής απαξίωσης της εργατικής τάξης και της νεολαίας, της απροσχημάτιστης αστυνομικής βίας, του ρατσισμού και νεοναζισμού, του πολιτικού ολοκληρωτισμού της καθολικής πολιτικής συναίνεσης και των MΜΕ, του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, της εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας και αξιοπρέπειας.

Γιατί, αναπάντεχα, χρωματίζει τις εξελίξεις με την καταλυτική παρουσία του λαϊκού παράγοντα. Τίποτα δεν θα είναι πλέον εύκολο για τις δυνάμεις της αντίδρασης. Ο λαός είναι στους δρόμους και αντιστέκεται στις επιλογές και το βολονταρισμό μιας σταθερά παρακμάζουσας εξουσίας. Η Εξέγερση αποδεικνύει ότι ο λαός μπορεί να πάρει την τύχη του στα χέρια του και πως η μοναδική πολιτική διαδικασία που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα είναι αυτή που διεξάγεται έξω από το Κοινοβούλιο, μεταφορικά. και κυριολεκτικά.

Γιατί ξαναθέτει το ερώτημα «πού και πώς να πάει ο τόπος», με τους όρους των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας. Γιατί ανοίγει τα κεντρικά πολιτικά ερωτήματα, γιατί επιδιώκει να κάνει πολιτική για το σύνολο του λαού και όχι για το κάθε ξέχωρο μέρος του, γιατί μεταφέρει τις αντιθέσεις στις κεντρικές πολιτικές επιλογές της εξουσίας και όχι στον κοινωνικό εμφύλιο της μιζέριας και της φτώχειας και της παθητική αποδοχής του κοινωνικού Καιάδα του μισού μισθού, της ανεργίας, της φορολεηλασίας και της τοκοκλοπής του λαϊκού εισοδήματος από το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο.

Γιατί, κυρίως, αντιμάχεται κατά μέτωπο και απαιτεί τη διάλυση του συνόλου του σημερινού συστήματος πολιτικής και εξουσίας, έτσι όπως αυτό ιστορικά έχει διαμορφωθεί στην χώρα μας, γιατί αντιλαμβάνεται όχι μονάχα τα κόμματα και τα συνδικάτα της συνδιαχείρισης ως μέρος του ατσαλένιου κλουβιού που πρέπει να σπάσει αλλά και την αδυναμία ή και την έλλειψη βούλησης των μεγάλων πόλων της Αριστεράς να αντισταθούν και να ανοίξουν άλλους δρόμους.

Αυτή είναι η τεράστια, μέχρι τώρα, συμβολή αυτής της λαϊκής Εξέγερσης: Ότι μπορεί και ανοίγει τη συζήτηση, με τους όρους ενός νέου πολιτικού και κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Και είναι αυτό το στοιχείο απαραίτητη προϋπόθεση για να δημιουργηθούν και άλλα ενδεχόμενα και άλλες προοπτικές για το λαό, από αυτή την μαύρη καταθλιπτική «μοίρα» της διαρκούς φτώχειας των αναρίθμητων μνημονίων, και του «εσωτερικού» οικονομικού, κοινωνικού, πολιτικού, πολιτισμικού και εθνικού αποπληθωρισμού.

Η Εξέγερση λέει κάτι πολύ απλό αλλά εξαιρετικά ουσιώδες και ζωτικά αναγκαίο:
Εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι, θα πρέπει να τους ανοίξουμε!

Αυτή η Εξέγερση αποτελεί έναν αυθεντικό λαϊκό ξεσηκωμό που αλλάζει όλα τα πολιτικά δεδομένα του αισθητού πολιτικού μας σύμπαντος.

Δεν είναι μόνο το γεγονός πως η Εξέγερση αποτελεί τη μοναδική δύναμη που φαίνεται ότι μπορεί σήμερα να οικειοποιείται το δρόμο και να αναχαιτίσει έμπρακτα -τουλάχιστον στα όρια της έκτασής της- την κρατική αστυνομική βία και να ανακόπτει την πολιτική δράση των φασιστικών ομάδων.

Δεν είναι μόνο πως η Εξέγερση μπορεί και δημιουργεί έναν τρόπο αγωνιστικής έκφρασης, συνάθροισης και αναγνώρισης μιας εξαιρετικά συμπιεσμένης εργατικής τάξης και μιας κατακερματισμένης λαϊκής συμμαχίας.

Είναι κυρίως το ότι η Εξέγερση σαλπίζει το τέλος μιας εποχής και επικυρώνει την έναρξη ενός νέου γύρου συνολικών πολιτικών αγώνων μιας ανώτερης κλίμακας. Αγώνων που κινούνται σε συνολική ρήξη με το σημερινό αστικό πολιτικό σύστημα και τα στηρίγματα του.

2. Για τη σημασία των ειδικών χαρακτηριστικών της Εξέγερσης

Όλη αυτή η διάρκεια, η μαχητικότητα και ο ριζοσπαστισμός, και κυρίως η λαϊκή συμπαράσταση και αναγνώριση της Εξέγερσης, δεν θα μπορούσε να αναπτυχτεί, εάν μια σειρά από κρίσιμα πολιτικά στοιχεία και φυσιογνωμικές αναγνωρίσεις δεν είχαν συντελεστεί.

α) Η ευθύτητα της αντιπαράθεσης με το πολιτικό σύστημα και όλο το πολιτικό προσωπικό της εξουσίας.
Η οικειοποίηση του δρόμου, ως του φυσικού χώρου άσκησης της πολιτικής του λαού.
Η ευθεία συμβολική αναμέτρηση με την πολιτική εξουσία μπροστά στη Βουλή και η ανάδειξη ενός ορίζοντα και μιας διάθεσης συνολικής αναμέτρησης με την πολιτική εξουσία, καθώς και η συμβολική κατοχύρωση μιας εν δυνάμει δυαδικής εξουσίας, που επιθυμεί να αναμετρηθεί στα κεντρικά πολιτικά ζητήματα.
Η άμεση και πλήρης οριοθέτηση αυτού το κινήματος από τη σφαίρα της βίας. Η εγρήγορση απέναντι σε κάθε πράξη που θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία στην πολιτική εξουσία να διαφύγει του πεδίου της πολιτικής αναμέτρησης, προάγοντας έναν ακόμη κύκλο προκατασκευασμένης αστυνομικής βίας.
Η μαχητικότητα, η αποφασιστικότητα και η διάρκεια.
Η έμφαση στην πολιτική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία

β) Η ευθύτητα στην καταγγελία του φιλελεύθερου καπιταλιστικού «Χρέους», ως το καθοριστικό πεδίο συμπύκνωσης όλων των ταξικών και ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

γ) Η υπεράσπιση της πρακτικής της συνάθροισης και της ενιαίας διαμαρτυρίας του λαού, χωρίς συμβολικούς διαχωρισμούς. 
Η αριθμητική και πολιτική περιθωριοποίηση του εθνικισμού και του ρατσισμού.
Η συμβολική ενίσχυση του διεθνιστικού χαρακτήρα του αγώνα, δηλαδή η αναγνώριση και η άντληση δύναμης και αυτοπεποίθησης από τους αγώνες των άλλων λαών. 
Η κατοχύρωση του πατριωτικού χαρακτήρα του αγώνα, δηλαδή η συμβολική κατοχύρωση του δικαιώματος του αγωνιζόμενου λαού να αγαπάει και να προστατεύει την χώρα του και τα σύμβολά της, ως αναγκαία προϋπόθεση ώστε να μπορεί να κατανοεί και να αντλεί δύναμη από των αγώνα και άλλων λαών που μάχονται για την υπεράσπιση της δικής τους πατρίδας.

δ) Η ισοτιμία της έκφρασης.
Η δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων.
Η συνεχής προσπάθεια για οργανωτική ενίσχυση του αγώνα
Η έμπρακτη και συμβολική αλληλεγγύη μεταξύ των συναγωνιστών.
Η καθαριότητα, ο σεβασμός και η προστασία του δημόσιου χώρου.

Χωρίς αυτά τα στοιχεία δεν θα μπορούσε η Εξέγερση να κατοχυρώσει την ταυτότητά της και να ξεδιπλώσει το σύνολο της δυναμικής της.

Όλη η πρόσφατη και σχετικά πρόσφατη ιστορία των ταξικών και πολιτικών αγώνων του λαού μας μετέχει σ’ αυτή την εξεγερσιακή εμπειρία. Η ιστορική μνήμη, τα πολιτικά ανακλαστικά, τα ταξικά βιώματα του κόσμου, δημιουργούν όλο το πολιτισμικό και συνειδησιακό φορτίο του ξεσηκωμού.

Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Οι συγκλονιστικοί αγώνες της μαθητικής και της φοιτητικής νεολαίας στις δύο τελευταίες δεκαετίες.
Οι αγώνες εναντία στους πολέμους της Νέας Τάξης.
Η Πρωτοβουλία Αγώνα 2003 και τα κινήματα ενάντια στην Παγκοσμιοποίηση και τα διεθνή κοινωνικά Forum.
Ο Δεκέμβρης.
O αγώνας της Κερατέας.
Η ηρωική απεργία των μεταναστών.
Οι πρωτοβουλίες ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ.
Οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις των εργαζομένων. 
Οι μεγάλες αντιμνημονιακές απεργιακές διαδηλώσεις της 5ης Μάη, της 15ης Δεκέμβρη κ.λπ.
Οι εξεγέρσεις σε όλη τη Μεσόγειο
Η σκληρή βιοπάλη και ο καθημερινός αγώνας της αξιοπρέπειας.

Όλες αυτές οι μεγάλες και μικρές ιστορικές μνήμες, οι άμεσες αγωνιστικές εμπειρίες και οι ιδεολογικές αναπαραστάσεις, συνυπάρχουν μέσα σε αυτό το κίνημα και συγκροτούν μια ενιαία σφαίρα εμπειριών και ώριμων συμπερασμάτων του αγωνιζόμενου λαού.

Είναι η ίδια η πράξη του αγώνα η οποία ανοίγει δρόμους και κατακτά αυτό που αρνούνται να κάνουν τα «πολιτικά επιτελεία» της Αριστεράς, δηλαδή να συνθέσουν ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα – πλαίσιο, που να μπορεί να είναι ταυτόχρονα ενωτικό αλλά και μαχητικό. Να μπορεί να διατηρεί απόσταση από το πολιτικό σύστημα, τους μηχανισμούς και τη στρατηγική του, και ταυτόχρονα να μπορεί να το διαρρηγνύει και να το ανταγωνίζεται με όρους μαζικών και πλειοψηφικών χαρακτηριστικών, με όρους μιας πλατιάς λαϊκής συμπαράταξης και μιας πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας.

Αυτή η Εξέγερση δείχνει ξεκάθαρα πως το κοινωνικό υποκείμενο της αντίστασης και του ανυποχώρητου ανατρεπτικού αγώνα υπάρχει. Είναι εδώ και αποτελεί γέννημα μιας κοινωνικής αναγκαιότητας αλλά και της εθνικής και πολιτικής ιστορίας ενός περήφανου λαού, του ελληνικού λαού.
Ενός λαού που προσπαθεί και παραμένει περήφανος σε πείσμα όλων των μισθοφόρων κονδυλοφόρων και των αφεντικών τους, που βρομίζουν ότι αγγίζουν και που προσπαθούν να μας κάνουν όλους να χάσουμε την εμπιστοσύνη στην τάξη μας και στο λαό μας. 

Αντίθετα, αυτό που πραγματικά λείπει και δεν υπάρχει είναι το πολιτικό υποκείμενο του αγώνα, δηλαδή μια πραγματικά ριζοσπαστική πολιτική κατεύθυνση και η υποκειμενική συγκρότησή της, που να καθοδηγεί και να εκφράζει την πολιτική πάλη του λαού. ¨Ένα πολιτικό υποκείμενο που να μπορεί να ανταλλάξει με το κοινωνικό σώμα σε βάθος, που να μπορεί να διακρίνει το πρωτεύον από τα δευτερεύοντα, το αίτιο από το αιτιατό, το λογικά προηγούμενο από το συνεπακόλουθο, και το οποίο να μπορεί να ανοίξει ανατρεπτικούς πολιτικούς δρόμους για το λαό και τη νεολαία.

Σε αυτό το «τέλος εποχής» είναι εμφανής πλέον η αδυναμία του αστικού πολιτικού συστήματος εξουσίας να ανταποκριθεί στις ελάχιστες απαιτήσεις, ακόμη και ενός ήπιου μεταρρυθμιστικού και οικονομίστικου συνδικαλιστικού κινήματος. Ακόμη περισσότερο, είναι εμφανές πως προκειμένου αυτό το πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο να συνεχίσει να μπορεί να αναπαράγεται ως κοινωνική ελίτ και εξουσία, επιδιώκει την ολοκληρωτική συμπίεση και τον πολιτικό εξανδραποδισμό της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων.

Από αυτή την άποψη, πρέπει να κρίνουμε και τη γενική απαίτηση της Εξέγερσης για διάλυση όλου του πολιτικού συστήματος. Προφανώς και δεν αποτελεί μια έκφραση γενικής άρνησης της πολιτικής. Αντίθετα, αποτελεί μια ρητή γενική κατακραυγή απέναντι στο αστικό πολιτικό κατεστημένο αλλά και σε όλες τις συνδικαλιστικές και πολιτικές μορφές που αυτό εκτρέφει. Ακόμη όμως και εκεί όπου η όποια άρνηση του κατεστημένου αποκτά και αυτή καθεστωτικά χαρακτηριστικά.

Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που η Εξέγερση γεννά τόση μεγάλη αμηχανία στο επίσημο πολιτικό προσωπικό και τελικά τους κάνει ανήμπορους να βρουν έναν τρόπο να την αναχαιτίσουν.
Η Εξέγερση (τουλάχιστον στα όρια της έκτασής της) γκρεμίζει όλα τα ερείσματα του επίσημου πολιτικού κόσμου αλλά και την επιρροή όλων των μηχανισμών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον έλεγχό της.

Το συμπέρασμα είναι τούτο: το Κράτος αδυνατεί να αντιμετωπίσει την Εξέγερση.
Ελπίζει μονάχα ότι αυτή θα καταρρεύσει κάτω από το βάρος των αντιφάσεών της και την πίεση της παραδοχής του γενικού πολιτικού αδιεξόδου το οποίο στηρίζει και η επίσημη Αριστερά.
Η κατάρρευση της Εξέγερσης πράγματι μπορεί να συμβεί.
Μπορεί όμως και να μην συμβεί!

3. Για το κεντρικό πολιτικό αίτημα της Εξέγερσης

Δύο είναι τα βασικά αιτήματα και οι βασικοί πολιτικοί πόλοι της Εξέγερσης.

α) Η άμεση απομάκρυνση και παραδειγματική τιμωρία των πολιτικών ελίτ που εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας έχουν οδηγήσει τη χώρα σε πλήρες αδιέξοδο και έχουν επιβάλλει τη συνθήκη ολοκληρωτικής συντριβής των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του λαού και της νεολαίας.

β) Η αναχαίτιση της επίθεσης των εθνικών και υπερεθνικών ελίτ απέναντι στα δικαιώματα του εργαζόμενου κόσμου και της νεολαίας, μέσα από την υπέρβαση της κρίσης του χρέους και της πολιτικής του Μνημονίου, σε μια προοπτική άμεσης στάσης πληρωμών και διαγραφής του χρέους. Ως ελάχιστες αναγκαίες προϋποθέσεις, για την υπεράσπιση της δημόσιας περιουσίας αλλά και των κοινωνικών κατακτήσεων και των ελευθεριών του λαού.

Και στις δύο περιπτώσεις μετέχει η πρόθεση της υπεράσπισης της δημόσιας και εθνικής περιουσίας αλλά και η ανάγκη για υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας. Δηλαδή, το συνολικό συνειδησιακό και πολιτισμικό φόντο μέσα στο οποίο η Εξέγερση ξεδιπλώνει τη δυναμική της είναι ο εθνικός εδαφικός χώρος και όχι μια αφηρημένη ανθρωπότητα, ευρωπαϊκότητα, ή παγκοσμιότητα.

Προφανώς, γύρω από τον πόλο «της τιμωρίας και της απομάκρυνσης» τοποθετούνται τα πιο συντηρητικά (από πολιτική άποψη) στρώματα και πληθυσμοί της Εξέγερσης, που, εντούτοις, βρίσκονται κι αυτά σε διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, αναφορικά με το σημείο από το οποίο εκκινούν.
Ενώ γύρω από τον πόλο «της στάσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους» τοποθετούνται τα πιο ριζοσπαστικά και προοδευτικά στρώματα.

Σε καμία περίπτωση οι μάζες που κινούνται γύρω από τον πρώτο πόλο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ακροδεξιοί, φασίστες ή ναζιστές ή, αντίστοιχα, όσοι κινούνται στο δεύτερο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ακροαριστεροί, αναρχικοί ή τρομοκράτες.

Και οι δυο πόλοι αποτελούν μέρη μιας ενιαίας διαδικασίας και ορίζουν το όριο και τη συνολική διαλεκτική μέσα στην οποία διεξάγεται η πάλη για την ηγεμονία της συνολικής πολιτικής κατεύθυνσης και φυσιογνωμία της Εξέγερσης.

Όσες αναγνώσεις επιχειρούν να διαιρέσουν την Εξέγερση χωροταξικά στους «Πάνω» και στους «Κάτω», είτε συμβολικά σε αυτούς που μόνο συζητούν και σε αυτούς που μόνο αγωνίζονται, είτε ιδεολογικά στους πατριώτες και στους διεθνιστές, είναι όλες εντελώς λαθεμένες.
Όχι μόνο δεν συμβάλλουν στη γενίκευση και την επιτυχία της Εξέγερσης αλλά αντίθετα εκκινούν από την άρνηση της συμμετοχής τους σε αυτήν και καταλήγουν στο να υπονομεύουν κάθε δυνατότητα για την παραπέρα ανάπτυξη της δυναμικής της.

Η Εξέγερση είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη!

Για να μπορέσει να κερδίσει πρέπει να γενικευτεί και κεντρικοποιηθεί ακόμη περισσότερο το αίτημα για άμεση στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους. 

Η Εξέγερση θα έχει αποτύχει εάν η εξέλιξη θα είναι η επανάληψη μιας κατάστασης «Καθαρά Χέρια» όπως στην Ιταλία και τελικά αναλάβει την εξουσία ένας νέος Έλληνας Μπερλουσκόνι, υποτιθέμενα τίμιος και άξιος.

Η Εξέγερση πρέπει να ανοίξει συνολικό δρόμο για την αλλαγή της πορείας του τόπου σε μια κατεύθυνση υπεράσπισης της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής και ταξικής χειραφέτησης και αυτό μπορεί να συμβεί μονάχα μέσα από μια συνολική αναδιάταξη των όρων με τους οποίους η ελληνική κοινωνία εντάσσεται στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς κύκλους της Ε.Ε. και του ΔΝΤ. 

Άμεση πτώση της κυβέρνησης
Ήττα κάθε επίδοξου διαχειριστή της κρίσης
Έξω το ΔΝΤ από την Ελλάδα. Έξω η Ελλάδα από την Ε.Ε.
Εθνική Ανεξαρτησία – Λαϊκή κυριαρχία
Άμεση στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους

ΔΕΝ ΧΡΩΣΤΑΜΕ το χρέος που δημιούργησε μια άθλια κοινωνική και οικονομική ελίτ
ΔΕΝ ΠΟΥΛΑΜΕ τη δημόσια περιουσία και τον πλούτο της χώρας μας
ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ με τη μείωση των μισθών μας, με τη φοροεπιδρομή και την τοκοκλοπή.

4. Για την πολιτική προοπτική της Εξέγερσης 

Θα ήταν λάθος να προεξοφλήσουμε την πολιτική προοπτική της Εξέγερσης με τον ίδιο τρόπο και στην ίδια ενόραση και πρόβλεψη στην οποία κινείται το αστικό πολιτικό προσωπικό γι’ αυτήν. Δηλαδή, ότι η Εξέγερση θα εκφυλιστεί κάτω από το βάρος των αντιφάσεών της αλλά και κάτω από την πίεση του συνολικού πολιτικού αδιεξόδου και του διεθνούς αρνητικού συσχετισμού δύναμης. Άλλωστε, πρέπει να σκεφτούμε ότι τα αστικά πολιτικά επιτελεία κάνουν την ανάγκη φιλοτιμία, δηλαδή εύχονται τον εκφυλισμό της Εξέγερσης, γιατί δεν μπορούν να την αντιμετωπίσουν πολιτικά.
Άλλωστε, δεν θα είχαν κανένα λόγο ύπαρξης οι ριζοσπάστες και οι επαναστάτες, εάν δεν μπορούσαν να παρεμβαίνουν σε αντιφατικές κινήσεις μαζών, προσπαθώντας να αναδείξουν ως κυρίαρχη, μια υπαρκτή δευτερεύουσα τάση.

Και αυτή η δευτερεύουσα τάση της δυνατότητας της πολιτικής νίκης της Εξέγερσης είναι υπαρκτή. Υπάρχει τεράστια δυνατότητα αναγνώρισης και διείσδυσης του ιδεολογικού και συνειδησιακού χαρακτήρα της Εξέγερσης σε τεράστιες μάζες πληθυσμού. Όποιοι επεχείρησαν να ανοίξουν αυτή τη συζήτηση σε γειτονιές και να καλέσουν το λαό σε συμμετοχή στις πλατείες διαπιστώνουν αβίαστα αυτή την άμεση φαντασιακή διασύνδεση του λαού με τους εξεγερμένους

Άλλωστε, το σημερινό πολιτικό σύστημα (συμπεριλαμβανομένης της επίσημης Αριστεράς) δεν θέλει και δεν μπορεί να απαντήσει στα ζωτικά προβλήματα του λαού.

Συνεπώς, η πολιτική προοπτική της Εξέγερσης δεν μπορεί να είναι άλλη από τον ανυποχώρητο αγώνα μέχρι τη πτώση της κυβέρνησης και την άμεση απαίτηση για την συνολική ανατροπή του σημερινού πολιτικού συστήματος.

Ήττα της κυβέρνησης
Αλλά και ήττα των επίδοξων διαχειριστών της σημερινής κρίσης
Ήττα όμως και όσων (δεξιών ή αριστερών) σχηματίζουν και ελπίζουν ότι θα επωφεληθούν εκλογικά από μια διαδικασία οικονομικού και κοινωνικού εξανδραποδισμού του λαού. Πρόκειται για το στοίχημα στη χρεοκοπία του λαού, το πολιτικό ανάλογο του στοιχήματος όσων επενδύουν στα γυμνά CDS και στη χρεοκοπία της χώρας.

Η Εξέγερση πρέπει να μπορέσει να νοηματοδοτηθεί ως μια ανεξάρτητη και αναγκαστική πρωτοβουλία του λαού για την άμεση πτώση της κυβέρνησης και την απελευθέρωση της χώρας από την πολιτική του Μνημονίου και του χρέους και του πολιτικού συστήματος που τα εγκατέστησαν.

Προφανώς, η ιδία η διαδικασία της Εξέγερσης επανακαθορίζει τους συνολικούς πολιτικούς όρους της αναμέτρησης και το ίδιο το πολιτικό σύστημα

Η Εξέγερση πρέπει να συνεχίσει να απαιτεί την αποδοκιμασία και τη διαπόμπευση όλων όσων συνέβαλαν στη σημερινή πολιτική και κοινωνική κρίση και να πιέζει με αυτόν τον τρόπο τη συνολική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Πρέπει να μπορεί να πιέζει και τα πολιτικά στελέχη και τις οργανώσεις και τα κόμματα της Αριστεράς να προχωρήσουν σε ενεργητική πολιτική στήριξη και συμμετοχή στον αγώνα αλλά και για την ανάληψη παραδειγματικών πρωτοβουλιών για το από εδώ και πέρα.

Στήριξη του πανελλαδικού χαρακτήρα της Εξέγερσης, επιτροπές βάσης παντού, σε γειτονιές, εργασιακούς χώρους και σχολές 

Πρέπει το σύνολο του προοδευτικού πολιτικού κόσμου να πάρει ρητή πολιτική θέση και συμμετοχή. Η Εξέγερση μπορεί να νικήσει. Η νίκη της Εξέγερσης δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένας γενικολόγος διακηρυκτισμός, αλλά ως απτός πολιτικός στόχος.

Το σημερινό πολιτικό σύστημα και τα υποστηρίγματα του μπορούν να ηττηθούν. Μόνο έτσι μπορεί να ανοίξει και ένας άλλος δρόμος για τη χώρα.

5. Για την Αριστερά και το αριστερό ριζοσπαστικό και λαϊκό πολιτικό μέτωπο

Για την Αριστερά, αυτή η Εξέγερση είναι ακόμη πιο αναγκαία και ζωογόνα.
Εάν αυτός ο αγώνας χάσει, εάν γυρίσουμε πίσω ηττημένοι, τότε η επόμενη μέρα θα είναι ακόμη πιο δύσκολη. 

Είναι σαφές πως για τον κόσμο της Αριστεράς, η σημερινή διεθνής δομική καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης διαμορφώνει το μακροσκοπικό πλαίσιο μιας συνολικής αναδιάταξης των ενδοϊμπεριαλιστικών και ταξικών αντιθέσεων σε διεθνή κλίμακα.

Η δομική καπιταλιστική κρίση εμφανίζεται και προσλαμβάνει διαφορετικό χαρακτήρα και μορφή, ανάλογα με τις ειδικές ιστορικές συνθήκες αλλά και την ειδική θέση του κάθε κοινωνικού σχηματισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Συνεπώς, με άλλον τρόπο η κρίση και τα αποτελέσματα της γίνονται αισθητά στην Αμερική, με άλλον τρόπο στην Ινδία, στην Κίνα, στις αραβικές χώρες, στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και περιφέρειας κ.λπ. 
Ειδικότερα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η καπιταλιστική κρίση παίρνει την ειδική μορφή των τεραστίων ελλειμμάτων των τρεχουσών συναλλαγών μεταξύ των κρατών, γεγονός που εκτινάσσει το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος. Η διαδικασία αυτή οδηγεί στην ανάγκη ενός συνεχούς δανεισμού χωρίς πραγματικές εγγυήσεις, ανάγκη που διαμορφώνει συνθήκες πλήρους αστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το γεγονός αυτό ανατινάζει την αντικειμενική βάση έδρασης του ευρώ ως ενιαίου νομίσματος. Αυτή η διαδικασία δικαίως ονομάζεται από διάφορους ριζοσπάστες οικονομικούς αναλυτές ως κρίση του ευρώ.

Στη χώρα μας αυτή η καπιταλιστική κρίση και η ειδική έκφραση της, ως «κρίση του ευρώ» μετασχηματίζεται σε κρίση υπερχρέωσης, σε γενική αδυναμία πληρωμής του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, σε γενική κρίση ανταγωνιστικότητας των ελληνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων, σε κρίση ανεργίας και φτώχειας και, τελικά, σε απροκάλυπτη κρίση της αστικής στρατηγικής, αλλά και σε γενική κρίση του πολιτικού συστήματος εξουσίας. Όλα αυτά πάνω κάτω είναι αποδεκτά από τη μεγάλη πλειοψηφία των αριστερών ριζοσπαστών διανοουμένων της χώρας μας.

Αυτό, όμως, που πρέπει να τονίσουμε σήμερα είναι το γεγονός πως στη συνολική αυτή πολιτική κρίση αναπάντεχα συμμετέχει και συνεχώς διευρύνεται και η πολιτική κρίση της ελληνικής Αριστεράς.

Η κρίση αυτή συντελείται εφόσον η Αριστερά αποτελεί διαλεκτικό συμπλήρωμα και συνέχεια μιας συνολικής ιστορικής κοινωνικο-οικονομικής ιδεολογικής και πολιτικής πραγματικότητας της αστικής κυριαρχίας εντός ενός ενιαίου κοινωνικού σχηματισμού. Η Αριστερά μετέχει στο κοινωνικό ιδεολογικό και πολιτικό σύμπαν, δεμένη με την αστική κυριαρχία με σχέσεις καθορισμού. Συνεπώς, η συνολικότερη ιδεολογική και κοινωνική κρίση ενυπάρχει και επανεγγράφεται μέσα στο σώμα της Αριστεράς η οποία δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα αδιάσπαστο μέρος μιας συνολικής κοινωνικής πραγματικότητας.

Αυτή η αντικειμενική διαδικασία μπορεί, όμως, να ανακόπτεται, μονάχα σε στιγμές του ιστορικού χρόνου, όπου η Αριστερά καταφέρνει να συνθέσει και κυρίως να υπηρετήσει ένα ανεξάρτητο από την αστική κυριαρχία πολιτικό πρόγραμμα (δηλαδή, ένα αντικαπιταλιστικό πολιτικό πρόγραμμα) που να συγκινεί ευρύτερες λαϊκές μάζες και να τροφοδοτεί κοινωνικές κινήσεις, και φυσικά να παράγει πολιτικο-κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σε πλήρη ρήξη με τα αστικά συμφέροντα. Αυτή η δυνατότητα, όμως, δεν είναι πάντα εφικτή και ιδιαίτερα όταν για διάφορους ιστορικούς λόγους συντηρητικοποιούνται οι κυρίαρχες ιδεολογικές της εκφράσεις. Η Αριστερά δεν είναι de facto μια ριζοσπαστική πολιτική έκφραση, είναι μονάχα εν δυνάμει.
Άλλωστε, πέραν των αποτελεσμάτων των σχέσεων καθορισμού, λαμβάνουν χώρα, με πολλούς τρόπους και πραχτικές, διαδικασίες πραγματικής πολιτικής αφυδάτωσης της Αριστεράς μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους (τύπος, κρατικά συνδικάτα, κοινοβουλευτική πολιτική, ακαδημαϊσμός κ.λπ.). Πολλές διαφορετικές μορφές κρατικοδίαιτης χρηματοδότησης συγκροτούν τους όρους της κοινωνικής ενσωμάτωσης της Αριστεράς εντός του συνολικού κοινωνικού συνασπισμού εξουσίας.

Συνεπώς, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως, εκτός από την κρίση του πολιτικού συστήματος έχουμε μπροστά μας και μια βαθιά πολιτική κρίση της Αριστεράς.

Άλλωστε, αυτή η θέση διατυπώθηκε από ένα σύνολο διανοουμένων ριζοσπαστών ανθρώπων, όταν έγινε αισθητό πως οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις των εργατικών μαζών δεν μπορούσαν να αποκτήσουν διάρκεια και δυναμική. Οι εργαζόμενοι αναζητούσαν μια πρωτοπόρα Αριστερά, ικανή «να ανοίξει δρόμους» για τους αγώνες του λαού και η Αριστερά εμφανίζονταν βουβή να αναζητά στους αγώνες των εργαζομένων τη διάνοιξη δρόμων για τον εαυτό της!...

Συνεπώς, όταν πριν από μερικούς μήνες διατυπώθηκαν οι σκέψεις από ένα σύνολο αριστερών διανοουμένων και ριζοσπαστών αρθογράφων, ότι βαδίσουμε σε μια νέα, τελείως διαφορετική περίοδο, όπου το συνολικό πολιτικό σύστημα θα αναδιαρθρωθεί κάτω από το βάρος της επίθεσης των εθνικών και διεθνικών ελίτ και τη γενική χρεοκοπία της αστικής στρατηγικής, αλλά και τη γενική αδυναμία της αριστεράς να ανοίξει δρόμους, διαμορφώθηκε σε όλους τού χώρους μια ορισμένη αμηχανία και σκεπτικισμός.

Σήμερα, μέσα στην κορύφωση αυτής της Εξέγερσης, είναι φανερό πως η κρίση στην Αριστερά είναι ανάλογη, αν όχι μεγαλύτερη, με αυτή που διάγει το συνολικό πολιτικό σύστημα.

Δεν είναι μόνο ότι ως Αριστερά χάνουμε πολύτιμο χρόνο, περιμένοντας η ιδία η εξέλιξη της κρίσης να μας δώσει αυτόματα την αναγνώριση και το πλεονέκτημα στις μάζες, κάτι που ποτέ δεν συμβαίνει αυτόματα.
Δεν είναι μονάχα η μεγάλη μας αδυναμία να συνειδητοποιήσουμε τους μηχανισμούς με τους οποίους κινούνται οι μάζες (όχι μόνο άμεσο ταξικό συμφέρον αλλά και εθνική ταυτότητα κ.λπ.).
Δεν είναι μονάχα ο μεταφυσικός τρόπος που περιγράφουμε τα χαρακτηριστικά των εξεγέρσεων που περιμένουμε για να έρθουν, με αποτέλεσμα, όταν τελικά αυτές συμβαίνουν, εμείς οι ίδιοι να μην μπορούμε καν να τις αναγνωρίσουμε.

Είναι, κυρίως, ότι ως Αριστερά δεν μπορεί να παίξουμε παρά έναν ελάχιστο προωθητικό ρόλο, όταν τελικά πράγματι συνειδητοποιούμε τη συνολική πολιτική συνθήκη και την κομβικότητα της Εξέγερσης μέσα σε αυτήν.

Ποια είναι άραγε η στάση του ΚΚΕ απέναντι στην Εξέγερση, όταν ακριβώς στην πιο κρίσιμη φάση του αγώνα, η γενική γραμματέας του ΚΚΕ δηλώνει πως πρέπει να αρνηθούμε την έξοδο της χώρας από το ευρώ στις παρούσες συνθήκες;

Τι λέει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, που εξακολουθεί να ψαρεύει στα θολά νερά του ευρωομολόγου, όταν χιλιάδες λαού εξεγείρονται και απαιτούν άμεση στάση πληρωμών;

Τι κάνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όταν τελικά προάγει κάτι ανάμεσα στη στήριξη των εσωτερικών της διαδικασιών, των συνηθισμένων συνδικαλιστικών καθηκόντων και την χαλαρή ακαδημαϊκή στήριξη και συμμετοχή;

Ποια είναι η πραγματική πολιτική στήριξη των οργανώσεων της Αριστεράς στην Εξέγερση, όχι μονάχα στο επίπεδο των δηλώσεων και των ηγεσιών αλλά και στο επίπεδο των ενδιάμεσων στελεχών, αυτών που μπορούν να δώσουν σπονδυλική στήλη στον αγώνα; Πού είναι οι πολιτικές νεολαίες της Αριστεράς; 

Σήμερα δεν είναι αρκετό, μετά από δώδεκα μέρες Εξέγερσης, να συνειδητοποιούμε ότι πρέπει να συμμετάσχουμε σε αυτή, και μετά να πρέπει να ξανασυζητήσουμε εάν θα πρέπει να συμμετάσχουμε στην κάτω η στην πάνω πλατεία.

Σήμερα, εντελώς αντίθετα, είναι αναγκαίο να βρούμε τις πολιτικές εφεδρείες, να ενοποιήσουμε τα πολιτικά χαρακτηριστικά της Εξέγερσης και να δημιουργήσουμε τους όρους ανατροπής του πολιτικού συστήματος από τα αριστερά και όχι από τα δεξιά.

Για όσους θέλουμε να αναμετρηθούμε με αυτήν την κοινωνική και πολιτική αναγκαιότητα και δεν είμαστε ευχαριστημένοι απλώς στην μικροαναπαραγωγή του υποκειμενισμού μας, τρία είναι τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουμε:

1. Η κρίση χρέους είναι διαχειρίσιμη ή όχι; 
2. Η κρίση του πολιτικού συστήματος είναι διαχειρίσιμη ή όχι;
3. Η κρίση της Αριστεράς είναι διαχειρίσιμη ή όχι;

Σήμερα, η απάντησή μας πρέπει και μπορεί να είναι καθαρή:

1. Το χρέος δεν θα μπορέσει να αποπληρωθεί και αντικειμενικά οι σχέσεις της χώρας με τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα θα αναδιαρθρωθούν. 
2. Το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν θα αντέξει την πολιτική πίεση και θα αναδιαταχθεί
3. Η Αριστερά δεν θα μπορέσει να αντέξει την πολιτική πίεση της ίδιας της πραγματικότητας και δεν θα μπορέσει να αναπαραχθεί με τις σημερινές της μορφές.

Συνεπώς, το θέμα είναι εάν αυτό που θα προκύψει θα είναι κάτι τελείως πιο αντιδραστικό και χειρότερο από αυτό που υπάρχει σήμερα ή θα μπορέσει η Αριστερά να συμβάλει σε μια προοδευτική αλλαγή. 

Στο έδαφος αυτών των παραδοχών είναι επιτακτική η ανάγκη να συγκροτηθεί μια πρόταση για ένα αριστερό και λαϊκό ριζοσπαστικό και πολιτικό μέτωπο. Η πρόταση αυτή θα πρέπει άμεσα να δουλευτεί και να διατυπωθεί από το σύνολο του πρωτοπόρου αριστερού μαχητικού και ριζοσπαστικού διανοούμενου κόσμου, από όλες τις οργανώσεις της Αριστεράς, σε μια κατεύθυνση πλήρους ρήξης με την κυβέρνηση, το σημερινό πολιτικό σύστημα εξουσίας, την Ε.Ε. και το ΔΝΤ.

Μια σειρά από άξονες που πρέπει να περιλαμβάνονται αλλά πρέπει να δουλευτούν και περαιτέρω είναι:

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΚΑΙ ΠΛΑΤΕΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ και της ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
ΠΑΝΤΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΒΑΣΗΣ ΔΕΝ ΧΡΩΣΤΑΜΕ, ΔΕΝ ΠΟΥΛΑΜΕ, ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΜΕ, στους δρόμους, στους εργασιακούς χώρους, στις σχολές
ΑΜΕΣΗ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
ΚΑΜΙΑ ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΟΣΗ , ΚΑΝΕΝΑ ΑΛΛΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ, ΚΑΜΙΑ ΥΠΟΘΗΚΗ, ΑΜΕΣΗ ΣΤΑΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
ΑΜΕΣΗ ΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ.
ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΗΝ Ε.Ε. ΚΑΙ ΤΟ ΔΝΤ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ Ε.Ε. και το ΕΥΡΩ με τον τρόπο και στο χρόνο που θα εξασφαλίζεται η εξυπηρέτηση του λαϊκού συμφέροντος.
Είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός πολιτικού μετώπου που να συνδυάζει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτά της Εξέγερσης δηλαδή μια μετωπική συγκρότηση που να συνδυάζει τη διαφορετικότητα με την ενότητα θέλησης, τις διαφορετικές ιδεολογικές αναφορές με την πολιτική προγραμματική σαφήνεια . 

Η πρόταση του αριστερού ριζοπαστικού πολιτικού και λαϊκού μετώπου δεν μπορεί παρά να απαιτεί από τις αστικές κυβερνήσεις να υλοποιήσουν μέρος των αιτημάτων του έως το όριο, με κινηματικούς όρους να επιβάλει μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας.

Η πρόταση, όμως, για στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους δεν αποτελεί ανέξοδο γενικό ιδεολογικό διακηρυκτισμό, αλλά πραγματικό προγραμματικό πολιτικό στόχο, ως το αντικειμενικό έδαφος όπου οι εργαζόμενες μάζες μπορούν να παλέψουν με αντικειμενικά καλύτερους όρους για τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους.

Συνεπώς η πρόταση του αριστερού και λαϊκού ριζοσπαστικού πολιτικού μετώπου προσβλέπει στην πάλη για την πολιτική εξουσία με τρόπο αποφασιστικό και πλειοψηφικό. Η συνθήκη αυτή είναι απαραίτητη, ώστε να μην μπορεί η δυναμική του μετώπου να αναχαιτιστεί από τις αστικές κυβερνήσεις

Η πρόταση αυτή καμία σχέση δεν έχει με τις προτάσεις περί κοινού ψηφοδελτίου της Αριστεράς, που έχουν καταθέσει κατά καιρούς άλλοι σύντροφοι και οργανώσεις. Η πρόταση αυτή αποσκοπεί στην αναγκαία ριζοσπαστική μετωπική και πολιτική συγκρότηση τη Αριστεράς και όχι σε μια γενική άνευρη αμυντική παναριστερή συμπαράταξη. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός και η μεσοπρόσθεση προγραμματική συγκρότηση προϋποτίθενται της συγκρότησης του Μετώπου. Ο πολιτικός ριζοσπαστισμός αποτελεί αναγκαία και ικανή συνθήκη.

Ειδικότερα και με αναφορά τη συζήτηση για την έξοδο της χώρας από το ευρώ, που είναι αντικειμενικά ανοιχτή και εξαιρετικά κρίσιμη, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως η σημερινή συγκυρία δεν έχει ακόμα αξιολογηθεί στο σύνολο της και ο επακόλουθος κύκλος των πολιτικών μετατοπίσεων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Ως παράδειγμα, τοποθέτηση του Παναγιώτη Λαφαζάνη αλλά και Γιάννη Τόλιου για έξοδο της χώρας από το ευρώ στο ΣΥΝ, αλλά και την πρόσφατη προσχώρηση της Αλέκας Παπαρήγα στις δυνάμεις που «ανησυχούν» για τις συνέπειες από μια πιθανή έξοδο της χώρας από το ευρώ. 

Προφανώς, μια πολιτική συζήτηση για το ευρώ, που δεν αποτελεί γενικό ιδεολογικό διακηρυκτισμό αλλά επιχειρεί να τοποθετηθεί ως μαζική πλειοψηφική και υλοποιήσιμη πολιτική πρόταση, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το χρόνο και τον τρόπο που θα επιχειρηθεί η επανακατοχύρωση της νομισματικής αυτοτέλειας της χώρας. Π.χ., είναι άλλο πράγμα η έξοδος από το ευρώ με πρωτοβουλία της Ε.Ε., άλλο πράγμα με πρωτοβουλία μιας επιθετικής αστικής κυβέρνησης και άλλο πράγμα με πρωτοβουλία μιας αριστερής λαϊκής κυβέρνησης κ.λπ. Όπως, επίσης, είναι άλλο πράγμα η έξοδος από το ευρώ με διατήρηση τη σημερινής ισοτιμίας και είναι άλλο πράγμα η έξοδος με ελεγχόμενη ή με ανεξέλεγκτη υποτίμηση.

Συνεπώς και η συζήτηση αυτή αναγκαστικά θα παραμένει ανοιχτή και εντός του αριστερού και λαϊκού ριζοπαστικού πολιτικού μετώπου.

Ωστόσο όμως, η επίκληση της όποιας διαφωνίας γύρω από το ευρώ δεν μπορεί να γίνεται με τρόπο τέτοιο που να προσπαθεί να καταργήσει την δυνατότητα συγκρότησης του αριστερού ριζοσπαστικού πολιτικού μετώπου. Αλλά μονάχα για να το ενισχύσει και να το εξοπλίζει. Θα πρέπει να εξοπλίζει τον λαό στην πάλη του για τη χειραφέτησή του από τους εκβιασμούς της αστικής τάξης και όχι να τον παγιδεύει.

Η συζήτηση θα πρέπει να παραμένει ανοιχτή και να γίνεται με τρόπο τέτοιο, που να ορίζει ότι η νομισματική αυτοτέλεια της χώρας αποτελεί κρίσιμο εργαλείο στην πάλη για επανακατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας και θα χρησιμοποιηθεί στο βαθμό και με τον τρόπο που είναι αναγκαίος, ώστε να εξασφαλιστούν τα συμφέροντα της ζωντανής εργασίας έναντι αυτών της περιουσίας, δηλαδή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας έναντι της ολιγαρχίας.

Σε τελευταία ανάλυση, η πλήρης ρήξη με την Ε.Ε. και το ευρώ αποτελεί μια αναγκαστική προοπτική και λογικό συνεπακόλουθο της στάσης πληρωμών που λογικά προηγείται. 
Το αριστερό ριζοσπαστικό και λαϊκό πολιτικό μέτωπο θα πρέπει να προβάλει τη θέση πως η κίνησή του θα καθορίζεται από την προτεραιότητα της πάλης για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση του εργατικού και λαϊκού εισοδήματος, σε πλήρη αντίθεση με την επιβολή στο κοινωνικό σώμα μιας θεραπεία σοκ, ας πούμε αριστερού τύπου.

Η Αριστερά δεν πρέπει να φοβάται τις εξεγέρσεις και τα αιτήματά τους. Αντίθετα, πρέπει να μπει ενεργητικά μέσα στην πρόκληση της ανατροπής του σημερινού πολιτικού συστήματος και μαζί με αυτήν την ανατροπή να επιδιώξει και τη συνολική αλλαγή του ταξικού πολιτικού συσχετισμού.

Δεν αλλάζει πρώτα ο συσχετισμός και μετά αλλάζει και η Αριστερά.
Προϋποτίθενται τομές στην Αριστερά για να αλλάξει και ο ταξικός συσχετισμός.

Στόμη Παγώνα
Χήτας Λάμπρος
 
Κανελλής Δημήτρης, Στόμη Παγώνα, Χήτας Λάμπρος (23-04-2012)
(Υποψήφιοι Βουλευτές & Συνεργαζόμενοι με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Μέλη της ΑΡιστερής ΑΝασύνθεσης)


1. Από πολιτική άποψη βρισκόμαστε σε μια οριακή στιγμή. Όλη η ενέργεια που απελευθερωνόταν από τις σημαντικότατες λαϊκές και εργατικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου  διαστήματος, μοιάζει να συμπιέζεται πλέον εκρηκτικά μέσα στη βουβή προετοιμασία της αστικής κοινοβουλευτικής εκλογικής διαδικασίας. Μοιάζει αυτή η πολιτική μουγκαμάρα της δημοκρατίας fast food που επιβάλλεται στη χώρα, σαν την προσωρινή σιωπή που κάνει η χύτρα ταχύτητος, όταν της έχουν αφαιρέσει την βαλβίδα εκτόνωσης.

Είναι σαφές πως η αθλιότητα των συνεχών εκβιαστικών διλημμάτων που θέτει στον ελληνικό λαό το ΔΝΤ, η ΕΕ και η ντόπια ολιγαρχία των τραπεζών του πολιτικού κατεστημένου και των media, φάνει σε ένα ποσοτικό όριο πέραν του οποίου, η ταχύτητα των πολιτικών εξελίξεων θα είναι ραγδαία και εκρηκτική.
Δύο ανοιχτά ενδεχόμενα υπάρχουν πέρα από αυτό  το πολιτικό όριο που ζούμε σήμερα:
Α) Είτε η αστική κοινοβουλευτική διαδικασία θα αποκαταστήσει την πολιτική νομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης επέλασης: της εσωτερικής υποτίμησης, της ολοκληρωτικής αποπτώχευσης του ελληνικού λαού, της συντριβής των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθερίων των εργαζομένων, του γενικευμένου εθνικού κοινωνικού και πολιτισμικού αποπληθωρισμού.
Β) Είτε το μεγάλο νεοφιλελεύθερο πείραμα της «αυτόβουλης» υποδούλωσης και της απελπισμένης αυτοχειρίας ενός ολοκλήρου λαού στο ναό του ΕΥΡΩ και των τραπεζικών κερδών,  θα έχει αποτύχει. Μαζί θα έχει δεχτεί συντριπτική ήττα και το γαλλογερμανικό σχέδιο οικονομικής κατίσχυσης όλων των λαών της Ευρώπης. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο εάν συμβεί, αναγκαστικά θα ελευθερώσει σημαντικές πολιτικές δυναμικές τόσο για την ελληνική κοινωνία όσο και για το σύνολο των λαών της Ευρώπης αμφισβητώντας ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα του καπιταλιστικού χρήματος και του νεοφιλελευθερισμού.

2. Συνεπώς αυτή η εκλογική αναμέτρηση ενέχει σήμερα μια τεράστια πολιτική σημασία. Σε πείσμα εκείνων των αριστερών αναλυτών που περιφρονούν την σημασία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η ιστορία πάντα πρωτότυπη, επιλέγει σε αυτήν τη χρονική στιγμή, η πορεία ενός ολόκληρου λαού να καθορίζεται από μια εκλογική διαδικασία με πανευρωπαϊκή πολιτική διάσταση και σημασία.  (Σχετικά δείτε και την συνέντευξη του Παναγιώτη Λαφαζάνη στην ΙΣΚΡΑ: «Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΗ»). Αν το σκεφτούμε καλύτερα θα διακρίνουμε ότι δεν υπήρχε και άλλος τρόπος. Η εκλογική διαδικασία σταδιακά αναδεικνυόταν ως το πεδίο μιας συνολικής ταξικής αναμέτρησης με καθοριστική πολιτική σημασία και συνεπώς ως μια αναπόφευκτη πρόκληση για τις δυνάμεις της αριστεράς. 

Άλλωστε η αυταρχική θωράκιση του κράτους απέναντι στα λαϊκά κινήματα, η συνεχής διαφυγή των κυβερνήσεων των μνημονίων στην ωμή αστυνομική βία ως πραχτική επίλυσης όλων των πολιτικών προβλημάτων, αποτέλεσαν πολιτικές επιλογές οι οποίες βάθαιναν συνεχώς το έλλειμμα πολιτικής νομιμοποίησης τους. Συνεπακόλουθα η εκλογική διαδικασία σταδιακά αναδεικνυόταν ως η μοναδική επιλογή για τον αστικό συνασπισμό προκειμένου να διατηρήσει μια δυναμική ηγεμονίας. Αυτή η επιλογή του κράτους, το να μετατρέπει σε κόλαση αστυνομικής βίας, κάθε αυθόρμητη αγωνιστική εκδήλωση του λαού και η ταυτόχρονη επιλογή της συντριβής της εργατικής τάξης με ποσοστά ανεργίας που θυμίζουν τις προπολεμικές κρίσεις των δύο παγκοσμίων πολέμων, αναγκαστικά ανέδειξε και μια τάση για συνεχή αναβάθμιση των πολιτικών διλημμάτων και εκβιασμών. Το εκβιαστικό δίλλημα «ευρώ ή χάος» σταδιακά εγκαταστάθηκε μέσα από την ρητορεία του αστικού πολιτικού προσωπικού ως το σύγχρονο πολιτικό ανάλογο του «Καραμανλής η Τανκς». Πρόκειται για ανοιχτό εκβιασμό και απροκάλυπτη απειλή για τις λαϊκές μάζες. Από την άποψη αυτή το πολιτικό σύστημα  επιλέγει τη συνεχή αναβάθμιση των πολιτικών επίδικων και διλημμάτων που θέτει.  Η επιβολή ενός καθεστώτος αστυνομικής και κοινωνικής βίας από τη μια, σημαίνει και την ανάγκη για γενική πολιτική επικράτηση και την αναγκαστική επένδυση στο στοίχημα της στρατηγικής αμηχανίας των αντιπάλων του.

Ήδη σε πολύ σύντομο χρόνο και ομολογουμένως με μεγάλο δείκτη ελαστικότητας και αποτελεσματικότητας, το πολιτικό σύστημα μπόρεσε να δημιουργήσει το νέο «κόμμα» (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και τραπεζιτών), ως την ναυαρχίδα του στόλου του και ταυτόχρονα να προετοιμάσει ένα σύνολο εφεδρικών-γεννόσημων κομμάτων προκειμένου να συμπληρώσει  την πολιτική του αρμάδα και να ελέγξει εκλογικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ κ.λ.π.)

Στη γενική κατεύθυνση της εκλογικής προετοιμασίας του πολιτικού συστήματος, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την αλλαγή βάρδιας που γίνεται και στο χώρο της ακροδεξιάς με την ενίσχυση της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, ως μια δύναμης που να μπορεί να δοκιμάζει να αναχαιτίζει το λαϊκό κίνημα  με όρους ξενοφοβικού «ανορθόδοξου πολέμου» όπως επίσης κα την πειθάρχηση του ΛΑΟΣ σε ελάχιστα ποσοστά και με τον ταυτόχρονο μνημονιακό εξορθολογισμό του οικονομικού πολιτικού του προγράμματος (υπό την πολιτική επιτροπεία του Κύρτσου).

Σε αυτό το κλίμα δεν είναι τυχαία και η συστηματική επίθεση στην αριστερά, η προσπάθεια ανακοπής της επιρροής της, οι συνεχείς εμφυλιοπολεμικές αναφορές. Αστυνομική βία απέναντι σε κάθε ριζοσπαστικό σκίρτημα και συνεχής αναβάθμιση του στρατηγικού χαρακτήρα των πολιτικών διλημμάτων. Αυτή είναι η πολιτική επιλογή των αστικών επιτελείων. Δεν χωρεί πλέον καμία αμφιβολία πως η επαύριο των εκλογών θα είναι κόλαφος για τις λαϊκές μάζες, εφόσον αυτές ηττηθούν πολιτικά.

3. Σε αυτό το τοπίο και προχωρώντας προς τις εκλογές της 6ης Μαΐου είναι πλέον φανερό πως το μεγάλο μέρος των δυνάμεων της αριστεράς (όλων των ιστορικών ρευμάτων) δεν μπορούμε να υπερβούμε την στρατηγική μας αμηχανία. Παρόλη την δυναμική που αναδείχτηκε από το λαϊκό κίνημα, παρόλη τη συντριβή της κυβέρνησης Παπανδρέου στις πλατείες και τις παρελάσεις και την αναπάντεχη φθορά της κυβερνητικής εφεδρείας της ΝΔ, εντούτοις  κανένας από τους βασικούς πόλους της αριστεράς δεν μπόρεσε να το τροφοδοτήσει και να τροφοδοτηθεί με τρόπο ικανό ώστε να αντιπαρατεθεί στην αστική επίθεση. Η όποια δημοσκοπική ανάπτυξη της εκλογικής επιρροής της αριστεράς δε σημαίνει σε καμία περίπτωση και απάντηση των στρατηγικών ερωτημάτων της περιόδου. Γι’ αυτό άλλωστε και αυτή η δημοσκοπική ανάπτυξη παραμένει περιορισμένη σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες που επιτρέπει η συνολική, η «οργανική» κρίση των σχέσεων εκπροσώπησης του αστικού πολιτικού συστήματος.

Από την πλευρά του ΚΚΕ, η αύξηση του πολιτικού πήχη από τον αντίπαλο συνεχίζει να απαντιέται με ένα ιδιότυπο στρουθοκαμηλισμό που βλέπει τον αποδεκατισμό των δικαιωμάτων τη εργατικής τάξης ως μια ειδικού τύπου αυτοαναφορική δικαίωση και ως μια ευκαιρία για την διάλυση όλων των άλλων εκδόχων της αριστεράς, σε μια διαδικασία υπερμελλοντικής οργάνωσης της «Λαϊκής Εξουσίας». Η πολιτική του «Πέντε κόμματα δυο Πολιτικές» στις σημερινές συνθήκες μεταφράζεται σε αδυναμία ανάληψης κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας και την εμπέδωση μιας φοβικής στάσης απέναντι στα κινήματα.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι η ταλάντευση και η στρατηγική αμηχανία της προηγούμενης περιόδου και η αδυναμία ιεράρχησης ενός συνεκτικού αριστερού πολιτικού λόγου, σταδιακά αντικαθίσταται (για την πλειοψηφική ομάδα) από μια κατεύθυνση όπου αναμένει την αστική τάξη να επαναπροσδιορίσει τη στάση της σε προοδευτικότερη κατεύθυνση. Μοιάζει ως να αναμένει την όποια προοδευτική κοινωνική εξέλιξη όχι από την ριζοσπαστική δράση του λαού και της αριστεράς, αλλά μέσα από την ενδυνάμωση των αντιφάσεων της αστικής κίνησης. Κατ’ ελάχιστον είναι ανεδαφικό, το  να θεώρει κάποιος ότι σε αυτήν την συγκυρία μπορεί να προστατευτεί το λαϊκό εισόδημα και η απασχόληση, να γίνει στάση πληρωμών στο ληστρικό χρέος, να ανοίξει ένας κύκλος παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και να παραμένουμε ταυτόχρονα και στο ευρώ, δηλαδή σε συμφιλίωση με την κυρίαρχη αστική επιλογή. Συνεπώς η όποια επίκληση ενότητας και πρόταση συνεργασίας που γίνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ προς την αριστερά, φέρει ταυτόχρονα και μια συντηρητική στόχευση που μοιάζει να απευθύνεται στην αντίθετη εντελώς κατεύθυνση, εφόσον αυτή δεν περιλαμβάνει ως βασικό της στοιχείο την ανάγκη της πολιτικής και κινηματικής προετοιμασίας του λαού σε μια διαδικασία πολιτικών τομών και ρήξεων εντός της ελληνική κοινωνίας, διαδικασία αναγκαστική, εφόσον αναγκαστική είναι και σύγκρουση με την ευρωζώνη.

Στα πλαίσια αυτά, καμία αξία δεν μπορεί να έχει η όποια κυβερνητική στρατηγική της αριστεράς όσο ριζοσπαστικά και αν εκφέρεται, εφόσον δεν μπορεί να στηρίζεται σε ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα ιδεολογικά προετοιμασμένο για τις αντιφάσεις που ενέχει μια αλλαγή κατεύθυνσης για τη χώρα. Συνεπώς η άρνηση (της πλειοψηφικής ομάδας) του ΣΥΡΙΖΑ να αναφερθεί στην ανάγκη της ρήξης με το ευρώ και της ΕΕ, καθώς και η άρνηση της ρητής απαίτησης για διαγραφή του χρέους, εν τέλει σημαίνει άρνηση της σύγκρουσης με τους βασικούς πυλώνες της αστικής ιδεολογικής επέλασης. Είναι αφελές το να πιστεύει κάποιος πως το στοιχειό αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από τα λαϊκά στρώματα και πως αυτή η πολιτική φυγομαχία δεν συμβάλει τελικά στη νομιμοποίηση της αστικής ρητορείας και την εξουδετέρωση της αριστερής δυναμικής. Το γεγονός αυτό τελικά συμβάλει στην μείωση εν τέλη της αξιοπιστίας κάθε εναλλακτικής αριστερής και ριζοσπαστικής στρατηγικής.

Από την άλλη μεριά, μέσα σε αυτό το τοπίο και η πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε να αλλάξει τα δεδομένα. Χωρίς παλμό, χωρίς βηματισμό, χωρίς πρωτοβουλίες άμεσων αποφασιστικών και ειλικρινών πολιτικών κινήσεων που να προσπαθούν να συσπειρώσουν τις πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές της αντίστασης. Σε αυτήν τη συγκυρία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φαίνεται να σκορπά την ευκαιρία που αντικειμενικά είχε, να αποτελέσει τον πολιτικό καταλύτη μιας ανατρεπτικής ριζοσπαστικής και ενωτικής διαδικασίας εντός της αριστεράς. Η συνεχής ταλάντευση ανάμεσα στην ανάγκη να βαθύνει το προγραμματικό περιεχόμενο μιας αναγκαίας ριζοσπαστικής πολιτικής πρότασης με γειωμένες χωροχρονικές συντεταγμένες και στην έμφυτη ενόρμηση για αποφυγή των δύσκολων ερωτημάτων διαμέσου της ευκολίας του επαναστατικού βερμπαλισμού, τελικά την οδηγεί στο να παραμένει στα όρια της πολιτικής καταγραφής των ιστορικών οργανώσεων που την απαρτίζουν.

Αντικειμενικά τα όποια θετικά στοιχεία προκύπτουν, από την πολιτική διακήρυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με άξονες τη στάση πληρωμών προς τους δανειστές,  τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και του νομίσματος, την προστασία του λαϊκού εισοδήματος, της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, αυτά εξανεμίζονται ακριβώς τη στιγμή που αδυνατεί να τα μετουσιώσει σε προγραμματικό πλαίσιο με το οποίο να μπορεί να συγκροτεί πολιτικές συμμαχίες και συνεργασίες.

4. Ειδικότερα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναγκαίο να επισημάνουμε πως όλη αυτή η αμηχανία που διαφάνηκε στην θετική απάντηση του ΜΕΤΩΠΟΥ Α&Α και την τελική άρνηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πρόταση εκλογικής και πολιτικής συνεργασίας (την οποία υποτίθεται πως η ίδια είχε αρχικά κάνει), τελικά  δείχνει ακριβώς τα πολύ στενά πολιτικά όρια αυτού του πολιτικού χώρου. 
Όλος αυτός ο τρόπος της «ιεραξεταστικής» αξιολόγησης της ιστορικής διαδρομής των προσώπων και γενικότερα η εχθρική συμπεριφορά απέναντι στο πρόσωπο του Αλέκου Αλαβάνου, όσο όμως στο σύνολο των συντρόφων και αγωνιστών του ΜΕΤΩΠΟΥ Α&Α και κυρίως όλη η συμβολική σημασία που έχει η άρνηση συνεργασίας με εκείνες τις δυνάμεις που έδωσαν ανοιχτή πολιτική σύγκρουση με τα ίδια τα δικά τους πολιτικά σχήματα και παραδόσεις, εκφράζοντας την ανάγκη ριζοσπαστικού επανακαθορισμού της ελληνικής κοινωνίας και του εαυτού τους μέσα σε αυτή, αναγκαστικά σημαίνει και την πλήρη αντιστροφή της αναγκαίας ιεράρχησης των πολιτικών στόχων και προτεραιοτήτων της περιόδου.

Σε τελευταία ανάλυση με πιο κριτήριο το ΚΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έκρινε πως ο Αλέκος Αλαβάνος περισσεύει από την εκλογική μάχη της 6ης Μάιου. Ποιος είναι αυτός ο Αλαβάνος και τί κακό έχει κάνει στο λαϊκό κίνημα; Δεν είναι αυτός που αρνήθηκε να παραμένει αρχηγός ενός αριστερού πολιτικού κόμματος που η πλειοψηφία του αρνούταν επίμονα την ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού του λόγου; Ποιος άλλος αρχηγός κόμματος της αριστεράς στην Ελλάδα έχει συγκρουστεί από τα αριστερά με την κοινωνική βάση του κόμματος του και ε, αυτού έχει αρνηθεί τη βουλευτική του έδρα, προκειμένου να συναντηθεί με τις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς; Δεν είναι αυτός που έδωσε τον κοινοβουλευτικό αγώνα για την πολιτική στήριξη του φοιτητικού κινήματος το 2006-2007 στη μάχη για την υπεράσπιση του άρθρου 16 του συντάγματος; Δεν είναι αυτός που στην εξέγερση που ακολούθησε την δολοφονία του Γρηγορόπουλου το Δεκέμβρη του 2008,  αρνήθηκε να καταγγείλει την νεολαιίστικη αυθόρμητη αντιβία, σε πείσμα ολόκληρου του αστικού πολιτικού συστήματος (συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ); Τελικά ποιος είναι αυτός ο Αλέκος Αλαβάνος που περισσεύει από τη σημερινή αναμέτρηση; Έχει πολλούς Αλαβάνους η Ελληνική αριστερά; Και αν τελικά αυτός ο άνθρωπος περισσεύει, τότε σε ποιον απευθύνεται η πρόταση για συγκρότηση πολιτικού «μετώπου ρήξης και ανατροπής» που έκανε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ;

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτή την κορυφαία πολιτική μάχη των εκλογών, ακριβώς σε εκείνη την χρονική περίοδο που επιχειρείται η εκλογική νομιμοποίηση μιας πολιτικής που σκοπεύσει στην ολοκληρωτική συντριβή των εργαζομένων, δυστυχώς δεν μπαίνει στον εκλογικό πολιτικό αγώνα αξιοποιώντας το σύνολο του διαθέσιμου αριστερού πολιτικού δυναμικού, ώστε να συμβάλει αποφασιστικά στο στόχο της εκλογικής συντριβής του ΠΑΣΟΚ&ΝΔ, και την ενίσχυση της ριζοσπαστικής αριστεράς πάνω από το αναγκαίο αναγνωρίσιμο όριο του 3%,  δηλαδή πάνω από το όριο της έμπρακτης αποδυνάμωσης της κοινοβουλευτικής ισχύος του αντιδραστικού συνασπισμού, δηλαδή για την νίκη της αριστεράς στις εκλογές και την ενίσχυση των δυνάμεων που παλεύουν για την αποδέσμευση της χώρας από την μέγγενη του ΔΝΤ και του ΕΥΡΩ. Αντίθετα επιλέγει τη μειοψηφική εκλογική καταγραφή ενός καθαρού (υποτιθέμενου) πολιτικού ρεύματος αναδιπλασιάζοντας ως μικρογραφία την πολιτική του ΚΚΕ (και συνεπώς νομιμοποιώντας την κιόλας).

Η κίνηση αυτή βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα των αναγκαιοτητών της περιόδου, αφού μεταφέρει το κέντρο βάρος της αντιπαράθεσης εντός του ενδοαριστερού εμφύλιου (χωρίς μάλιστα προφανή αιτία) ακριβώς την στιγμή που απαιτείται η μέγιστη κρουστική δύναμη από την πλευρά της αριστεράς για την αναχαίτιση της αστικής επίθεσης. 

5. Αυτή η στρατηγική αμηχανία της αριστεράς στην συγκυρία αποκτάει μια ειδικότερη (αρνητική βαρύτητα) εάν εξεταστεί υπό το πρίσμα της ίδια της κίνησης των λαϊκών μαζών και του τεράστιου μεγέθους και ιστορικής σημασίας λαϊκών κινητοποιήσεων που εξελίχθηκαν σε όλη την προηγούμενη περίοδο. Σε αυτό το φόντο η αναζήτηση των στοιχείων ενός αριστερού πολιτικού προγράμματος δεν μπορεί να γίνεται με όρους ιδεοληπτικούς, αλλά ως εκείνη η κοινωνική αναγκαιότητα και συνάμα εκείνη η πραγματική πολιτική δυνατότητα που αναδύεται μέσα από την ίδια την μαχητική διεκδίκηση και πάλη του λαού.

Από την άποψη αυτή είμαστε αναγκασμένοι να θεωρήσουμε πως ανεξάρτητα από τις επιμέρους προσεγγίσεις και ιδιολέκτους, είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός Λαϊκού μετώπου με κέντρο την αριστερά, που να μπορεί να προωθήσει άμεσα τους αναγκαίους μεταρρυθμιστικούς στόχους, της στάσης πληρωμής του χρέους, της μονομερούς διαγραφής του, (ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του), της αποδέσμευσης της χώρας από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, την προστασία του λαϊκού εισοδήματος και της απασχόλησης, την προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών,  την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Σήμερα είναι φανερό πλέον πως αυτό το περιεχόμενο δεν έχει μονοσήμαντα αριστερό πρόσημο, ούτε η επίτευξή του θα αποτελούσε την εγγυημένη απαρχή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αποτελεί όμως την αναγκαία συνθήκη για την αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, την αναγκαία διαδικασία για το ξεδίπλωμα όλης της δυναμικής του λαϊκού κινήματος, την αναγκαία κοινωνική και πολιτική συνθήκη για τη ρεαλιστική ωρίμανση των προϋποθέσεων της αριστερής ηγεμονίας και της αναζήτησης μια νέας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής. 

Προφανώς αυτή η προοπτική του Λαϊκού μετώπου με κέντρο την αριστερά είναι διαφορετική από μια γενική επίκληση της ανάγκης ενός αριστερού μετώπου, ή της ανάγκης για ενότητα της αριστεράς. Η προοπτική του Λαϊκού μετώπου, συγκροτείται μέσα από την στοχοπροσήλωση της αριστεράς στην υπεράσπιση των αναγκών των λαϊκών μαζών. Αυτή η ισχυρή διασύνδεση της αριστεράς με τις λαϊκές μάζες είναι και η μοναδική συνθήκη, που μπορεί να επιτρέψει την ενδυνάμωση και ενίσχυσή της, αλλά και την ενδυνάμωση και ενίσχυση και των λαϊκών αγώνων.

Αυτή η προοπτική δεν είναι η αφηρημένη προβολή και αυτοαναφορική πραγμάτωση των αριστερών στρατηγικών (πχ. η ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού αριστερού μετώπου ή η ενίσχυση του κομμουνιστικού κόμματος ή η αποδυνάμωση του ΚΚΕ και η ίδρυση ενός νέου κομμουνιστικού φορέα). Η επιμονή της τοποθέτησης αυτών των στρατηγικών αναζητήσεων  ως προαπαιτούμενων και όχι ως ενδεχομένων κάθε μετωπικής πολιτικής προσπάθειας και συνεργασίας, αντικειμενικά αναπαράγει τη διάσπαση εφόσον αναπαράγει διαχωρισμούς ορισμένους με ιδεοληπτικούς όρους. Αντίθετα η υπαγωγή όλων των προτεραιοτήτων των αριστερών μετώπων στις ανάγκες και τους αγώνες των λαϊκών μαζών μπορεί να δώσει την δυναμική του επαναστατικού προσδιορισμού στην αριστερά. Επαναστατικού με την έννοια εκείνης της αριστεράς που ανατρέπει τους όρους κατίσχυσης των λαϊκών μαζών από τον συνασπισμό εξουσίας, δηλαδή επαναστατική με όρους πολιτικής διαδικασίας και όχι αυτοαναγόρευσης. Μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε άλλωστε να διεκδικεί στο δικό της στρατόπεδο δυνάμεις, όπως το ΕΠΑΜ και όχι να τις παραδίδει εν τέλει στην πολιορκία του πατριωτικού συντηρητικού χώρου. Επίσης μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να ενισχύσει τη συζήτηση για την ανάγκη ανασύνταξης του κομμουνιστικού κινήματος με μαζικούς και λαϊκούς όρους και όχι με όρους ακαδημαϊκούς και εργαστηριακούς.

Αυτή η αντίφαση στο φόντο των εκλογών της 6ης Μαϊου γίνεται μέγιστη. Σε αυτό το φόντο η στρατηγική αμηχανία της αριστεράς από τη μία μεριά και το μέγεθος της αστικής επίθεσης από την άλλη oξύνουν όλες τις αντιφάσεις μας και αναδεικνύουν ότι στον πυρήνα της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος βρίσκεται και η αριστερά. Η ανατροπή του πολιτικού συστήματος και της συνθήκης κοινωνικής καταστροφής που επιβάλλεται σήμερα, περνάει μέσα από την ίδια την ανατροπή που πρέπει να γίνει στην αριστερά και την ανάγκη επαναστατικοποίησης των όρων ύπαρξης της. 

Αυτή είναι και η μεγάλη πολιτική παρακαταθήκη του κινήματος των πλατειών και των λαϊκών συνελεύσεων. Η πλατιά συνειδητοποίηση ότι στο μεγάλο κάδρο της πολιτικής κρίσης του πολιτικού συστήματος της χώρας, η αριστερά κατέχει τη δική της θέση. Τελικά το αίτημα των πλατειών, του «να γκρεμιστεί η κοινοβουλευτική χούντα», σταδιακά μετασχηματίζεται σε δήλωση καταγγελίας και της αριστεράς, εφόσον αυτή δεν οργανώνεται πολιτικά προκειμένου να αναλάβει την ευθύνη να υλοποιήσει αυτήν την ανατροπή.

Εάν τελικά αυτό δεν γίνει, εάν τελικά η αριστερά δεν ριζοσπαστικοποιηθεί, τότε αυτή η επίθεση που διεξάγει ο ταξικός αντίπαλος τελικά θα επιτύχει παράγοντας μη αντιστρεπτά αποτελέσματα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο εάν τελικά συμβεί, θα οφείλεται και στην αριστερά. Και το στοιχείο αυτό οι λαϊκές μάζες και θα το αξιολογήσουν και θα το αποδώσουν.

6. Συνεπώς από αυτήν την άποψη η «πρόταση» του αριστερού και λαϊκού μετώπου παρόλη την σχετική της αποδοχή, από ένα μεγάλο αριθμό πολιτικών στελεχών της αριστεράς σε όλες τις οργανώσεις και τα ιστορικά της ρεύματα, εντούτοις φαίνεται ότι αποτελεί μια μειοψηφική εκδοχή η οποία δεν καταφέρνει να δώσει τον ηγεμονικό τόνο, να ανασημασιοδοτήσει τις πολιτικές προτεραιότητες των οργανώσεων και των κομμάτων της αριστεράς, να ανοίξει γέφυρες επικοινωνίας και πολιτικής συνεργασίας, να συμβάλει καθοριστικά σε αλλαγή πορείας και στον αναγκαίο πολιτικό εξοπλισμό του λαϊκού κινήματος. 

Παρά τις επιμέρους μάχες που δίνονται μέσα στις οργανώσεις και τα κόμματα της αριστεράς, παρά τις επιμέρους νίκες στα σημεία, σε γενικές γραμμές δεν έχει γίνει κατορθωτό να αλλάξει η συνολική πολιτική κατεύθυνση στην αριστερά, να είναι δηλαδή αυτή η κυρίαρχη εκδοχή της αναγκαίας και νικηφόρας αριστερής προοπτικής.

Το ερώτημα αυτό αναγκαστικά πρέπει να απαντηθεί αυτοκριτικά από το σύνολο αυτών των πολιτικών στελεχών της αριστεράς και να απαντηθεί αποφασιστικά εντός των χωροχρονικών αναγκαιοτήτων της εποχής. Είναι πλέον φανερό πως όσες επιμέρους μάχες και αν κερδηθούν μέσα σε κάθε πολιτικό χώρο της αριστεράς το τελικό αποτέλεσμα θα παραμένει αρνητικό, εφόσον και οι προτεραιότητες είναι αντεστραμμένες. Γιατί σε τελευταία ανάλυση το ερώτημα δεν είναι το τί πρέπει να κάνει η κάθε οργάνωση, ή πόλος της αριστεράς, αλλά τί θα πρέπει να γίνει με το λαϊκό κίνημα, το ερώτημα είναι το πού πάει μια ολόκληρη χώρα.

Συνεπώς η ίδια η επιλογή του πεδίου της μάχης, δηλαδή η επιλογή του να παραμένει αυτή η υπόθεση, εσωτερικό ζήτημα για κάθε οργάνωση ξεχωριστά, καθιστά τελικά περιορισμένης αξιοπιστίας το ίδιο το αίτημα της μετωπικής πολιτικής συγκρότησης της αριστεράς. 

Όσο η γραμμή του Λαϊκού και αριστερού μετώπου θα δίνεται εντός των οργανώσεων με όλο το φορτίο των ιστορικών συμβολισμών, διαμεσολαβήσεων και αγκυλώσεων, τόσο αυτή η μάχη θα χάνεται. Αντίθετα θα πρέπει να υπάρξει μια καθαρή και αναγνωρίσιμη δύναμη στην ελληνική κοινωνία που να δοκιμάσει αυτήν την πολιτική πρόταση και να συμβάλει με τρόπο δημόσιο και αναγνωρίσιμο σε αυτήν την κατεύθυνση. Αυτή η πολιτική δύναμη αναγκαστικά θα φέρει τα χαρακτηριστικά ενός δικτύου προσωπικοτήτων που θα πρέπει να επιταχύνουν μια πορεία υπέρβασης του σημερινού τοπίου στρατηγικής αμηχανίας και κατακερματισμού των δυνάμεων της αριστεράς. Αυτή η πρωτοβουλία προσωπικοτήτων θα πρέπει να μπει κατ’ ευθείαν στα κύριο ζήτημα χωρίς υπεκφυγές και ταλαντεύσεις (κάτι που δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα το Αριστερό Βήμα).

7. Από τη σκοπιά αυτή είμαστε και εμείς υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε στη δική μας ιδιαίτερη αυτοκριτική. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή δώσαμε τη μάχη ως μέλη της ΑΡΑΝ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με όσες δυνάμεις διαθέταμε, για να ενισχυθεί η δυναμική της πολιτικής πρότασης του Αριστερού και Λαϊκού μετώπου, εντός της ΑΡΑΝ και εντός του ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτήν την κατεύθυνση την παλέψαμε στα σχήματα γειτονιών και συμμετείχαμε με όλες μας τις δυνάμεις, στην προσπάθεια να ενισχυθεί ο πολιτικός χαρακτήρας των κινημάτων των πλατειών, να ανδρωθούν οι λαϊκές συνελεύσεις, να ενισχυθούν τα κινήματα ανυπακοής, να ενισχυθούν οι πρακτικές λαϊκής αυτοοργάνωσης. 

Σήμερα συνειδητοποιούμε πως αυτή η προσπάθεια δεν ήταν αρκετή. Σε ένα ορισμένο βαθμό επιτρέψαμε να διαμεσολαβείται η διάθεση μας για αγώνα και για ριζοσπαστική υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών στην αριστερά, από τα πολιτικά επιτελεία οργανώσεων και μετώπων που γεννήθηκαν όμως για να εξυπηρετήσουν μια άλλη συγκυρία αντιθέσεων.

Σήμερα η άρνηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει σε συνεργασία με το ΜΕΤΩΠΟ Α&Α, αυτή η αλλαγή προτεραιοτήτων στην επιλογή της καταγραφής ενός μειοψηφικού πολιτικού ρεύματος και όχι στην υλοποίηση της απόφασης της συνδιάσκεψής της, δηλαδή στην οικοδόμηση ενός πολιτικού «Μετώπου Ρήξης και Ανατροπής» ουσιαστικά μας αναγκάζει να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας. Ουσιαστικά αυτή η πολιτική επιλογή, μας καθιστά de facto συνεργαζόμενους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και όχι μέλη με την πλήρη έννοια του όρου. Εφόσον η συμμετοχή μας σε αυτό το μέτωπο αφορά την προώθηση μέρους των διατεινόμενων στόχων και όχι του συνόλου των στόχων που τίθενται.

Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε πως τα μέλη της ΑΡΑΝ αλλά και όλων των οργανώσεων που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλα τα μέλη όλων των τοπικών επιτροπών, οφείλουν να εγκαλέσουν τους εκπροσώπους τους, και να απαιτήσουν εξηγήσεις γιατί δε ζητήθηκε αποφασιστικά οι αποφάσεις να παρθούν στο 80μελες δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με σκοπό να απαιτηθεί μια άλλη ριζικά διαφορετική απόφαση.

Από την άποψη αυτή σε ότι μας αφορά, θεωρούμε για το επόμενο διάστημα όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά στο επίπεδο της πολιτικής μας στράτευσης, προκειμένου στην εξυπηρέτηση του στόχου του Αριστερού και Λαϊκού μετώπου, στο βαθμό που ένα τέτοιο ενδεχόμενο προωθηθεί από ένα ικανό σύνολο συντρόφων από όλους τους πολιτικούς χώρους της αριστεράς με τρόπο άμεσο, απτό και αποφασιστικό.

8. Σε αυτές τις εκλογές κατανοώντας τον λυσιτελή χαρακτήρα του συνόλου των διαθέσιμων αριστερών προτάσεων, θεωρούμε πως πρέπει να στηρίξουμε τα εκλογικά ψηφοδέλτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε αυτή τη συγκυρία δεν υπάρχει χώρος για αμηχανία. Απαιτείται με κάθε τρόπο η ενίσχυση των ψηφοδελτίων της αριστεράς και η πολιτική ήττα του αστικού συνασπισμού. Ειδικότερα η στήριξη των ψηφοδελτίων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρά τις αντιφάσεις που όλοι μας διαπιστώνουμε, συμβάλλει στην ενδυνάμωση ενός πολιτικού ρεύματος που κινείται στη ρητή καταγγελία του χρέους, στην πολιτική δήλωση ανυπακοής προς τις τράπεζες και την στάση πληρωμών, την ανάγκη ρήξης με την ΕΕ και το ΕΥΡΩ. Τα στοιχεία αυτά θεωρούμε ότι είναι καθοριστικά στην ανάγκη συγκρότησης του αριστερού και λαϊκού μετώπου.

Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε πως σε αυτές τις εκλογές το μεγάλο πολιτικό ζητούμενο είναι η νίκη της αριστεράς, και η πολιτική ήττα του αστικού συνασπισμού. Από την σκοπιά αυτή θεωρούμε πως δεν θα έχει κανένα πρακτικό και πολιτικό νόημα η οποιαδήποτε εκλογική ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο βαθμό που συνολικά σε αυτές τις εκλογές θα ηττόταν η αριστερά.

Με αυτήν την οπτική είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε όλους εκείνους τους συντρόφους και αγωνιστές που δεν αρκούνται στην απλή εκλογική καταγραφή μιας πολιτικής διαμαρτυρίας, αλλά επιθυμούν με το δικαίωμα της ψήφου τους να συμβάλουν στην έμπρακτη κοινοβουλευτική αποδυνάμωση του αστικού συνασπισμού και στην ενδυνάμωση της αριστεράς. Συνεπώς σεβόμαστε όλους εκείνους του αγωνιστές που φέρουν αντίστοιχες αγωνίες και δίνουν τη μάχη σε αυτήν την κατεύθυνση μέσα από τα εκλογικά ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε θετικό ενδεχόμενο το να ενισχυθούν εκείνες οι συμμετοχές που στρατεύονται στην υπόθεση του Λαϊκού μετώπου με κέντρο την Αριστερά.

Προφανώς όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται, τόσο ο σπόρος της ελπίδας θα τινάζει ρίζες και το ενδεχόμενο μιας άλλης πορείας θα ξαναγεννιέται. Αυτό  όμως δε σημαίνει πως η παρέμβαση της αριστεράς μπορεί να στερείται χωροχρονικών προσδιορισμών. Από την 7η Μαΐου είναι αναγκαίο να παρθούν όλες εκείνες οι πολιτικές πρωτοβουλίες που θα αλλάξουν το σημερινό τοπίο στην αριστερά. Σε άλλη περίπτωση τα αποτελέσματα θα είναι δραματικά.



 
 
Κανελλής Δημήτρης, Στόμη Παγώνα, Χήτας Λάμπρος (28-10-2011)
(Το κέιμενο αυτό έχει κατατεθέι ως συμβολή στον προβληματισμό της 1η συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ)

Διανύουμε μία εκρηκτική περίοδο όπου οι κοινωνικές αντιφάσεις οξύνονται στον μέγιστο βαθμό. Η τύχη, (δηλαδή η συσσώρευση του δυναμικού όλων των ενεργών αντιθέσεων σε μια και μόνη χρονική στιγμή), παίζει πάντα παράξενα παιχνίδια και ανακατεύει αναπάντεχα τους νόμους της ιστορικής κίνησης. Άλλωστε αυτοί οι ίδιοι οι νόμοι εξυπηρετούν ταυτόχρονα ποικίλες και συχνά αλληλοαναιρούμενες αναγκαιότητες.

Α. Γ ΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Αντικειμενικά η τεράστια και πρωτοφανής συγκέντρωση του λαού στους δρόμους της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της χώρας για δυο συνεχόμενες ημέρες (19-20/10) αποτελεί ένα ανεπανάληπτο πολιτικό γεγονός με τεράστια ιστορική δυναμική. Αποτελεί μια σημαντική νίκη των λαϊκών δυνάμεων, της τεράστιας πλειοψηφίας των απλών, ειρηνικών και εργαζόμενων ανθρώπων, απέναντι σε μια σιδηρόφρακτη απομειούμενη και «στείρα» πολιτική εξουσία. Η εξέλιξη αυτή όμως δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός πως αυτή η ίδια η εξουσία αναπαράγει το αποτρόπαιο πρόσωπό της θερίζοντας την βία και τον φόβο που η ίδια σπέρνει. Σήμερα το λαϊκό κίνημα μετράει όχι μόνο την δυναμική μιας καθολικής άρνησης της κυρίαρχης πολιτικής, αλλά και την διάλυση των συγκεντρώσεών του από τις δυνάμεις καταστολής, τον θάνατο ενός αγωνιστή από τον χημικό πόλεμο του κράτους, τον σοβαρό τραυματισμό δεκάδων άλλων, την θηριώδη και δολοφονική οργή μεγάλων τμημάτων της νεολαίας, το γενικευμένο πολιτικό αδιέξοδο της αριστεράς. Αυτή μάλιστα η αντίφαση οξύνεται στο μέγιστο βαθμό, γίνεται κυρίαρχη.

Έχουμε την τύχη και την ατυχία να βρισκόμαστε στην αρχή μιας καινούργιας ιστορικής περιόδου και να ζούμε ζαλισμένοι την βίαιη εκκίνηση μιας νέας «Νεότερης Ιστορίας» του λαού μας που ψάχνει να βρει τα βήματά του για να αποδράσει από τον θανάσιμο εναγκαλισμό της ΕΕ, των τραπεζών και του Ευρώ και να απεξαρτηθεί από τις δηλητηριώδεις δόσεις των μνημονίων. Το παλιό πολιτικό σύστημα αποσυντίθεται παράγοντας τον ενοχλητικό θόρυβο μιας πολιτικής βαβυλώνιας που καταρρέει. Η ρητορεία των πάλε ποτέ κραταιών εκπροσώπων της αστικής κυριαρχίας, του πρωθυπουργού, των αντιπροέδρων της κυβέρνησής του, όλων των πρωτοπαλίκαρων της τηλεοπτικής δημοκρατίας, μεταλλάσσονται σε κοάσματα βατράχων και σε άναρθρες και μεταξύ τους αλληλοδιαψευδούμενες εξαγγελίες. Οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι τράπεζές τους, υποτιθέμενοι εγγυητές της «Ισχυρής Ελλάδος», μεταλλάσσονται σε φθηνούς τοκογλύφους εκβιαστές που εποφθαλμιούν το δημόσιο και φυσικό πλούτο της χώρας, τους μισθούς των εργαζομένων, τις συντάξεις των ηλικιωμένων, τα δικαιώματα της νεολαίας, προκειμένου να εκτονώσουν τα αποτελέσματα μιας «κρίσης» που συνεχώς βαθαίνει.

Το συμβολικό «όλο» του ιστορικού αλλά και νεότερου ΠΑΣΟΚ γυρνά σαν πολιτικό ζόμπι στις  τηλεοράσεις αναζητώντας την αιμοδοσία νέων εθνικών συναινέσεων για να συντηρήσει την φθίνουσα εξουσία του. Άλλοτε με απειλές απέναντι στους 153 εναπομείναντες βαστάζους τους και άλλοτε με επικλήσεις απέναντι στους «συνοδοιπόρους» της πολιτικής εξουσίας ολόκληρης της   μεταπολιτευτικής περιόδου, παρακαλούν για πολιτικές ενισχύσεις, τις οποίες όμως δεν βρίσκουν! Το γεγονός όμως πως όλοι όσοι κάθισαν στο τραπέζι των «ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ» δεν προστρέχουν προς στήριξη και συμπαράταξη των εφεδρειών τους στην κυβέρνηση, είναι απλά γιατί αυτές δεν υπάρχουν, γιατί  μοιάζουν να έχουν εξαντληθεί και κάτω από το βάρος των αντιφάσεων της ίδιας της αστικής στρατηγικής. Τα ίδια τα κυβερνητικά υπουργεία, οι μηχανισμοί του κράτους όπου οργανώνεται η αστική κυριαρχία και κρατική εξουσία, καταλαμβάνονται από τους εργαζομένους που μέχρι πρότινος η κυβέρνηση προσμετρούσε στον μηχανισμό της και μπαίνουν και αυτά σε έναν γενικευμένο κύκλο πολιτικής ανυπακοής και παράλυσης. Σε αυτήν την συγκυρία η πολιτική απομόνωση του κυβερνητικού κέντρου είναι πλέον απόλυτη!!

Όμως σήμερα και παρόλο αυτόν τον παλλαϊκό ξεσηκωμό, την απόλυτη παράλυση της καπιταλιστικής μηχανής από μια καθολική πολιτική απεργία των εργαζομένων αλλά και των καταστηματαρχών, την κατάληψη των υπουργείων της κυβέρνησης, την γενίκευση της πολιτικής και κοινωνικής ανυπακοής, την στάση πληρωμών του λαού προς τους τοκογλύφους και τα χαράτσια τους, την απόλυτη πολιτική απομόνωση της κυβέρνησης, εντούτοις! αυτή παραμένει.
Ενώ αυτή η κυβέρνηση δέχεται συντριπτικά πολιτικά πλήγματα,  από τυπική άποψη δεν πέφτει. 

Μάλιστα όχι μόνο δεν πέφτει αλλά φαίνεται να κερδίζει ορισμένο πολιτικό χρόνο εκμεταλλευόμενη το γεγονός πως δεν υπάρχει καμία οργανωμένη πολιτική δύναμη που να επιθυμεί να την ρίξει. Η Πλατεία Συντάγματος που για δύο περίπου μήνες αναδείχθηκε από συμβολική άποψη στο επίκεντρο της ταξικής πολιτικής αναμέτρησης, αντί να γίνει αντικείμενο διεκδίκησης του παλαϊκού αγώνα,  μετασχηματίστηκε σε αποτρόπαιο πεδίο μάχης μεταξύ δύο πολιτικών χώρων με σκοπό την συμβολική κατοχύρωση της κυριαρχίας τους στο λαϊκό κίνημα, επιδεικνύοντας αμοιβαία  απόλυτο κυνισμό, ελιτισμό και αδιαφορία για τις τεράστιες μάζες λαού που συμμετείχαν και πρόσφεραν τον εαυτό τους στον αγώνα αυτό. 

Οι ευθύνες της αριστεράς στο αποτέλεσμα αυτό είναι τεράστιες, εφόσον αυτή είναι ο οργανωμένος  πολιτικός χώρος που υποτίθεται ότι επιθυμεί να παράγει γραμμή για τις μάζες και να παίρνει πρωτοβουλίες με τρόπο γειωμένο και λαϊκό.


Β. Γ ΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΦΑΣΗ
Για να μπορέσουμε ίσως να κατανοήσουμε την περίοδο στην οποία ζούμε θα  πρέπει να σκεφτούμε ότι δυο αντίθετα μεταξύ τους φαινόμενα συμβαίνουν και τα αρνητικά αποτελέσματα του ενός αναιρούν τα θετικά αποτελέσματα του άλλου. Από την μια μεριά διαμορφώνεται η θετική δυναμική της καθολικής πολιτικής αντίστασης του Ελληνικού λαού απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης, του ΔΝΤ και της ΕΕ, φαινόμενο που έγινε απολύτως αισθητό με το κίνημα των πλατειών. Ο λαός είναι στους δρόμους και επηρεάζει καθοριστικά τις πολιτικές εξελίξεις. Το φαινόμενο αυτό της αποφασιστικής παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα συνεχίζει να βρίσκεται σε εξέλιξη και δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί η δυναμική του.

Από την άλλη μεριά όμως βρίσκεται σε εξέλιξη μια ιστορικής κλίμακας ήττα της αριστεράς. Η ήττα αυτή αφορά στην απώλεια της ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς μέσα στο λαϊκό κίνημα και την νεολαία, η οποία εκφράζεται σε μια σειρά από διαστάσεις που κάθε μια από αυτές έχει την ιδιαίτερη σημασία της:
Η υποχώρηση αναφορικά με τον ζωτικό χαρακτήρα για τις λαϊκές ανάγκες της ύπαρξης και προστασίας της σφαίρας των δημόσιων αγαθών. (απονομιμοποίηση των δημόσιων σχολείων και πανεπιστημίων, απονομιμοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων και γενικά  κάθε δημόσιας λειτουργιάς). 

Η υποχώρηση αναφορικά με την σημασία των συνδικάτων, των σωματείων, των συνεταιρισμών ως των αναγκαίων μορφών οργάνωσης των υποτελών τάξεων προκειμένου στην κατοχύρωση και διεύρυνση των ζωτικών εργασιακών δικαιωμάτων του λαού (κρατικοποίηση  του συνδικαλισμού, οικονομισμός, αναχωρητισμός κλπ.) 

Η υποχώρηση αναφορικά με την πίστη των λαών στην δυνατότητά τους να  υπερασπίζονται την εθνική τους ανεξαρτησία και να μπορούν να δημιουργούν στην χώρα τους κοινωνικά συστήματα με επίκεντρο την εργασία και την δημοκρατία, σε ρήξη με τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού. (φετιχοποίηση του σοβιετικού πειράματος, έλλειψη αυτοκριτικής αναφορικά με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, υποτίμηση άλλων εκδοχών ριζοσπαστικού κοινωνικού μεταρρυθμισμού)

Προφανώς το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι από πολιτική άποψη αντικειμενικό. Μια τεράστια συντηρητική ιδεολογική επίθεση έχει ενισχύσει αυτό το αποτέλεσμα. Όμως αυτή η επίθεση δεν είναι αρκετή από μόνη της για να παραχθεί αυτό το αποτέλεσμα. Το καθοριστικό είναι ότι η αριστερά αποδέχτηκε αυτό το αποτέλεσμα, το ενσωμάτωσε ως υπαρξιακό χαρακτηριστικό και το μεγιστοποίησε. Σε τελευταία ανάλυση το καθοριστικό είναι ότι η ίδια η αριστερά αποτελεί μέρος μιας ολότητας καθορισμών μέσα από τους οποίους εμφανίζεται η συστημική κυριαρχία του κεφαλαίου. Τι άλλο είναι σε τελευταία ανάλυση ο κατακερματισμός της αριστεράς σήμερα, ακριβώς μπροστά στην πιο μεγάλη υπαρξιακή της πρόκληση, στην πιο σκληρή επίθεση του κεφαλαίου απέναντι στις λαϊκές τάξεις;

Είναι σαφές πως καμία από τις εκδοχές της αριστεράς που διαθέτουμε σήμερα δεν μπορούν να συναντηθούν με τα ζωτικά συμφέροντα και τις ανάγκες των λαϊκών μαζών χωρίς ουσιώδεις ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς, πολιτικές τομές και υπερβάσεις.

είτε στην εκδοχή της φιλοευρωπαϊκής πρότασης και της κοινωνικά ήπιας κυβερνητικής εφεδρείας

είτε στην εκδοχή των κομματικοποιημένων κινημάτων και της υπερβατικής μελλοντολογίας θεολογικού χαρακτήρα που τελικά οδηγεί σε κοινωνική υποχώρηση και συντηρητισμό


είτε στην εκδοχή της αυτοπεριχαράκωσης, του αγωνιστικού βερμπαλισμού, της αυτοαναγόρευσης σε επαναστατικό πόλο και της μεταφυσικής αντίληψης του πολιτικού προγραμματισμού, όπου τα ζητούμενα τίθενται ως προϋποθέσεις



σε όλες αυτές τις εκδοχές η αριστερά αποτελεί υλική έκφραση της συστημικής κυριαρχίας του κεφαλαίου.

Άλλωστε είναι προφανές πως δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση στα χειμαζόμενα λαϊκά στρώματα μια αφήγηση που να μεταφέρει την επίλυση των προβλημάτων του λαού σε ένα σοσιαλιστικό υπερμέλλον όταν στην καθημερινότητα συντελείται ο οικονομικός, πολιτικός και πολιτισμικός εξανδραποδισμός της εργατικής τάξης. Πολύ περισσότερο μάλιστα δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση η συνδιαχείριση των αντιφάσεων της αστικής κυριαρχίας και το παζάρι γύρω από τους ρυθμούς με τους οποίους η κρίση θα καταβροχθίζει τα λαϊκά δικαιώματα.

Η απόφαση των βασικών πόλων της αριστεράς να βρίσκονται εντός του κοινοβουλίου και να στηρίζουν συμβολικά την ακεραιότητα του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος την ώρα που ψηφιζόταν το αποκρουστικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα στις 28-29/6, όπως επίσης και η απόφαση του ΚΚΕ να περικυκλώσει την βουλή (19-20/10) όταν ψηφιζόταν το πολυνομοσχέδιο, διατηρώντας όμως αλυσίδες απέναντι στις λαϊκές μάζες και όχι απέναντι στο αστικό κοινοβούλιο, αποδεικνύουν πως και αυτό το φαινόμενο της απώλειας της ηγεμονίας της αριστεράς στο λαϊκό κίνημα συνεχίζει να εξελίσσεται και δεν έχει φτάσει ακόμη στην μέγιστη δυναμική του. 

Γ. ΕΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΟ Γ ΙΑ ΤΗΝ ΧΡΟΝΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
Ταυτόχρονα ένας άλλος προβληματισμός αντικειμενικά γεννιέται. Τι θα συμβεί όταν θα φτάσει στο όριό της η εξέλιξη αυτών των φαινομένων; Υπάρχει μεταξύ τους μια διασύνδεση και ποια είναι αυτή;

α) Η κρίση της αριστεράς θα τελειώσει όταν μεγιστοποιηθεί η δυναμική του λαϊκού κινήματος; 
β) ή μήπως βρισκόμαστε στην συγκυρία μιας κρίσιμης χρονικής στιγμής, που εάν δεν μπορέσει η αριστερά να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να αντιστρέψει αυτήν την διαδικασία της ήττας, τότε το λαϊκό κίνημα κινδυνεύει να υποστεί συντριπτικές ήττες σε πολιτικό επίπεδο και συνεπακόλουθα και σε κοινωνικό;

Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και άλλα συνεπακόλουθα ερωτήματα:
Εάν ισχύει η  δεύτερη πρόταση και εάν ταυτόχρονα η αριστερά τελικά δεν μπορέσει να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και οι λαϊκές μάζες οδηγηθούν σε κοινωνική και πολιτική ήττα. Εάν κάτι τέτοιο τελικά συμβεί! μήπως τελικά αυτό θα έστρεφε μέρος των λαϊκών μαζών ενάντια στην αριστερά;
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα έδινε την δυνατότητα σε άλλους πολιτικούς χώρους έξω από την αριστερά να αναλάβουν πρωτοβουλίες μέσα στο λαϊκό κίνημα και να στοχοποιήσουν τη αριστερά;

Μήπως κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα; Μήπως έχουμε αργήσει ήδη;
Προφανώς και η μεγάλη πλειοψηφία των ριζοσπαστών διανοουμένων αλλά και το ταξικό ένστικτο των εργαζομένων κατανοεί ότι η δεύτερη πρόταση είναι η σωστή. Προφανώς και μια λογική που δίνει προτεραιότητα στο κοινωνικό μέτωπο των λαϊκών αγώνων χωρίς να αντιλαμβάνεται την ανάγκη να προωθούνται ταυτόχρονα και εκείνοι (οι αναγκαίοι κάθε φορά) πολιτικοί όροι που να μπορούν να δώσουν στην αριστερά την πρωτοβουλία των κινήσεων, οδηγούν με ακρίβεια τα λαϊκό κίνημα στην ήττα και την αριστερά στο περιθώριο ή ακόμη και στο στόχαστρο τμημάτων του λαϊκού κινήματος.
Τι θα συμβεί εάν τελικά οι λαϊκές μάζες συντριβούν, αλλά η αριστερά έχει κρατήσει την αγνότητά της; Μήπως όλη αυτή η κοινωνική δυναμική συγκεντρωθεί σε ανταγωνιστικούς με την αριστερά πολιτικούς χώρους; Τι θα σήμαινε για το λαϊκό κίνημα μια ενίσχυση του αναρχικού και του εθνικιστικού χώρου με την ταυτόχρονη συρρίκνωση της επιρροής της αριστεράς;

Δ. Γ ΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ  ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΑΣ ΣΤΗΝ «ΑΡΙΣΤΕΡΑ»
Μέσα από αυτό το σχήμα και με αυτό το κριτήριο, μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την επίθεση των αναρχικών απέναντι στο ΚΚΕ. Η επίθεση αυτή είναι μέρος της συνολικής επίθεσης που γίνεται σήμερα προς την αριστερά. Η επίθεση αυτή είναι αποτέλεσμα της απώλειας της ηγεμονίας της αριστεράς στο λαϊκό κίνημα αλλά και μηχανισμός που διευρύνει ακόμη περισσότερο αυτό το αποτέλεσμα. 

Η περίπτωση της 20/10 όπου μια ομάδα κουκουλοφόρων ανεβαίνει στο σύνταγμα να συγκρουστεί με τη αστυνομία ή με το ΚΚΕ ή και με τους δύο, είναι το καλύτερο παράδειγμα για το τι σημαίνει σε μια συγκυρία όξυνσης των αντιφάσεων και μεγάλης ανάπτυξης των λαϊκών αγώνων, η αριστερά να μην μπορεί να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και κατά συνέπεια το ίδιο το λαϊκό κίνημα να απομειώνεται. Επίσης το σχήμα αυτό, μπορεί να ερμηνεύσει το γεγονός, γιατί τμήματα των λαϊκών μαζών φαίνονται να συναινούν στις πρακτικές των αναρχικών. Ακριβώς γιατί μεγάλο τμήμα του αγωνιζόμενου κόσμου αισθάνεται προδομένο από το ΚΚΕ ως την κυρίαρχη έκφραση της αριστεράς στην περίοδο που έκλεισε με την κατασταλτική επίθεση στις 28-29/6. Άλλωστε το γεγονός πως η αριστερά δεν μπορεί να καθοδηγήσει τις λαϊκές μάζες σε σύγκρουση με το πολιτικό σύστημα, οδηγεί στην μεγιστοποίηση της «οργής» και της «πολιτικής ασφυξίας» του κόσμου και σε σημαντικό βαθμό τελικά στην παθητική αποδοχή των πραχτικών της συμβολικής σύγκρουσης με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που προτείνουν οι αναρχοαυτόνομοι.

Δεν είναι σκοπός αυτού του κειμένου να αναλύσει τους ειδικούς όρους με τους οποίους διεξάγεται η αντιπαράθεση μεταξύ ΚΚΕ και αναρχίας, ή αριστεράς και αναρχίας (σχετικά έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η ανάλυση του Γιώργου Αλεξάτου στο Αριστερό Βήμα). Αυτά όμως που είναι αναγκαία να επισημάνουμε εδώ είναι τα εξής.

Από την μια μεριά οι αναρχοαυτόνομοι με πυκνωμένες τις γραμμές τους με μεγάλη μάζα νεολαίας,  φορείς αλλά και αποτέλεσμα της ίδιας της κοινωνικής βίας που εξαπολύει σε κλίμακα η κρατική μηχανή, η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και η καπιταλιστική κρίση, φαίνεται πλέον να μεταλλάσσονται σε έναν χώρο που φετιχοποιεί την βία και την επιδιώκει συνεχώς ως την ύψιστη πολιτική πρακτική. Μια βία τυφλή, δολοφονική που δεν σταματάει ούτε στο όριο της κατασπατάλησης της ανθρώπινης ζωής. Μια βία που απευθύνεται όχι μόνο στο κράτος αλλά απέναντι σε κάθε τι οργανωμένο, σε κάθε τι που θέτει περιορισμούς στην ατομικότητα. Μια βία που έχει εγγεγραμμένη όλη την ιδεολογία αυτού που υποτίθεται πως αντιπαλεύει. Σε τελευταία ανάλυση αυτός ο χώρος λειτουργεί εκφυλιστικά και νομιμοποιεί την ίδια την βία της εξουσίας. Αντικειμενικά δίνει έδαφος στους κατασταλτικούς μηχανισμούς να επιτίθενται ανελέητα στο λαϊκό κίνημα.  

Από την άλλη μεριά το ΚΚΕ, εγκλωβισμένο στην ιδιοκτησιακή λογική του κινήματος, φετιχοποιόντας τον εαυτό του ως το μοναδικό αυθεντικό αγωνιστικό σύμβολο του λαού και εξωραΐζοντας την βία που εκπορεύεται από το ίδιο, ως αυθεντική έκφραση του λαού, τελικά κινείτε με σαφή προσανατολισμό την κατοχύρωση της κυριαρχίας του στους λαϊκούς αγώνες απέναντι σε κάθε αμφισβήτηση.  Κατ’ αρχάς απέναντι στην αμφισβήτηση που γίνεται από τον χώρο της αναρχίας αλλά όχι μόνο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως παρά το όργιο της κρατικής καταστολής, για την πολιτική δολοφονία του Δημήτρη Κοτσαρίδη συνδικαλιστή του ΠΑΜΕ από τις δυνάμεις καταστολής, το ΚΚΕ επιμένει να στοχοποιεί δεικτικά το κίνημα «Δεν Πληρώνω», και να αναγορεύει σε εχθρούς του λαού τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ.

Η στρατιωτική αναμέτρηση στο Σύνταγμα μεταξύ δυο πολιτικών χώρων, με «παράπλευρες απώλειες» τον τραυματισμό δεκάδων αγωνιστών, την απογοήτευση του αγωνιζόμενου κόσμου, την ηθική συρρίκνωση της αριστεράς, γίνεται μέσα στο σκηνικό μιας «Προαναγγελμένης Σύγκρουσης». Και τα δυο μέρη αυτής της σύγκρουσης ήξεραν πως κάποια στιγμή θα γίνει η «στρατιωτική» αναμέτρησή τους και στην δεδομένη χρονική στιγμή επεδίωξαν αυτό να συμβεί ως το συμβολικό όριο της κατοχύρωσης της κυριαρχίας τους. Προφανώς μια τέτοια φιλοδοξία δεν μπορεί να έχει κανένα ηθικό έρεισμα μέσα στην τεράστια μάζα του εργαζόμενου κόσμου. Από πολιτική άποψη όμως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον η αντιπαράθεση για την κυριαρχία κατά αρχάς επικυρώνει το γεγονός πως αυτή η κυριαρχία βρίσκεται σε αμφισβήτηση, αλλά και κυρίως γιατί αυτή η κυριαρχία του ΚΚΕ μέσα στην αριστερά και το λαϊκό κίνημα δεν αμφισβητείτε από μια άλλη εκδοχή της αριστεράς αλλά από τον χώρο της αναρχοαυτονομίας. 

Όμως μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση του ΚΚΕ με τον χώρο της αναρχίας καθόλου βέβαιο δεν είναι πως θα οδηγήσει σε ανάκτηση της κυριαρχίας του μέσα στο λαϊκό κίνημα. Αντίθετα είναι δυνατόν να οδηγήσει στην ακόμη μεγαλύτερη αποστείρωση του, την αύξηση της φοβικότητας και της εχθρότητάς του απέναντι σε κάθε κίνημα που δεν ελέγχεται άμεσα από το ίδιο. 

Προφανώς το ΚΚΕ δεν θα αντιστρέψει αυτό το φαινόμενο της απώλειας της ηγεμονίας της αριστεράς μέσα στο λαϊκό κίνημα, με την βία απέναντι στους αναρχικούς, στοχοποιόντας τα δεκαεξάχρονα παιδία που η αριστερά χάρισε στην αναρχία και κυρίως με δική του ευθύνη σε όλη την περίοδο από το 2006 έως και το 2008 με αποκορύφωμα την εξέγερση του Δεκέμβρη. 

Σε καμία περίπτωση η αριστερά δεν θα μπορέσει να ανατρέψει αυτό το αποτέλεσμα στοχοποιόντας τους αναρχικούς. Η επίθεση από την αναρχία προς την αριστερά είναι δείκτης της απώλειας της ηγεμονίας και όχι η αιτία της απώλειάς της. Και προφανώς μια αντεπίθεση προς τους αναρχικούς δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ανάκτηση της ηγεμονίας. Το σύνθημα βία στην βία της εξουσίας δεν μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμα καμιά απάντηση στο λαϊκό κίνημα. Πολύ περισσότερο φτωχό και αποπροσανατολιστικό θα είναι το «βία στην βία» των αναρχικών.

Αντίθετα όσο το ΚΚΕ δεν θα μπορεί να παίξει θετικό ρόλο στην πολιτική σύγκρουση των λαϊκών τάξεων με την αστική τάξη, τόσο θα οδηγείτε σε απώλεια της κυριαρχίας του μέσα στο λαϊκό κίνημα και τόσο πιο ευάλωτο θα γίνεται στις επιθέσεις των αναρχικών, όπως άλλωστε ευάλωτο είναι το σύνολο της αριστεράς.

Εάν το ΚΚΕ θα ήθελε να ανατρέψει αυτό το αποτέλεσμα, θα όφειλε να προχωρήσει σε ένα ηγεμονικό κάλεσμα ριζοσπαστικής συμπαράταξης, προς το σύνολο των αριστερών και λαϊκών δυνάμεών. Να απευθύνει έκκληση για κοινή δράση, για συντονισμό, για περιφρούρηση των αγώνων, στα σωματεία, κλπ και να προβάλει ως στόχο την ανάγκη τροποποίησης του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, την υπεράσπιση του λαϊκού κινήματος, την διεύρυνση των αντιστάσεων του λαού. Μονάχα μια τέτοια πραχτική θα μπορούσε να τροποποιήσει την σημερινή κατάσταση και να δώσει στην αριστερά την πρωτοβουλία των κινήσεων. ‘Όμως δυστυχώς δεν φαίνεται το ΚΚΕ να κινείτε σε αυτήν κατεύθυνση, αλλά στην ακριβώς αντίθετη. 

Γι’ αυτό είναι αναγκαίο σήμερα να αναζητηθούν, να βρεθούν και να συγκεντρωθούν όλες εκείνες οι εφεδρείες πολιτικού ριζοσπαστισμού που διαθέτει σήμερα η αριστερά και να δοκιμάσουν αυτές να αλλάξουν τα πολιτικά δεδομένα. Να χαράξουν και να βαθύνουν τις διαχωριστικές γραμμές με την επίθεση του κεφαλαίου, να δοκιμάσουν να συνθέσουν ένα πολιτικό σχέδιο που να επιτρέπει την ανάκτηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων μέσα στο λαϊκό κίνημα και να δώσουν στην αριστερά συνολικό νόημα και περιεχόμενο. 

Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να ενισχύσει την όποια ριζοσπαστική δυναμική παραμένει ενεργή και μέσα στο ΚΚΕ και να επιτρέψει μια συνολική ριζοσπαστική ανασύνθεση της αριστεράς στην χώρα μας.

Ε. Γ ΙΑ ΕΝΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Τα πρόσφατα γεγονότα αποδεικνύουν με τον πιο εναργή τρόπο ότι τα αποτελέσματα αυτής της φάσης της επίθεσης του αντιπάλου έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται πραγματικότητα με τον πιο άσχημο και επώδυνο τρόπο για το λαϊκό κίνημα και την αριστερά.

Κανένας κοινωνικός αυτοματισμός δεν σημαίνει ότι η επιδείνωση των ορών ζωής των λαϊκών μαζών θα δώσει την δυνατότητα στην αριστερά να έρθει αυτόματα στο προσκήνιο. Πολύ περισσότερο είναι αδόκιμη κάθε πρακτική ξεκαθαρίσματος των συσχετισμών και των αντιθέσεων μέσα στην αριστερά, ως προϋπόθεση για την ριζοσπαστικοποίηση και την νίκη των λαϊκών δυνάμεων. Αντίθετα εκείνες οι δυνάμεις της αριστεράς που θα συμβάλουν καθοριστικά από την πλευρά της νίκης της αντίστασης του λαϊκού κινήματος και την πραγματική τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης απέναντι στον ταξικό αντίπαλο, θα μπορέσουν να τροποποιήσουν συνολικά τον συσχετισμό δύναμης και μέσα στο λαϊκό κίνημα και στην αριστερά από την κατεύθυνση της αναζήτησης ενός νέου κομμουνιστικού απελευθερωτικού οράματος με επίκεντρο την εργασία και την δημοκρατία.

Προϋπόθεση γι αυτό είναι η αναζήτηση ενός γειωμένου και ταυτόχρονα ριζοσπαστικού πολιτικού προγράμματος του λαού με κέντρο την αριστερά, στην κατεύθυνση της ανάκτησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, της διεύρυνσης των δημοκρατικών, εργασιακών και μορφωτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νεολαίας. Το περιεχόμενο αυτό έχει ήδη αναδειχτεί με όρους μαζικούς και πλειοψηφικούς όλη την προηγούμενη περίοδο και αφορά στα κεντρικά ζητήματα της ταξικής αντιπαράθεσης. Στάση πληρωμών του χρέους, διαγραφή του χρέους, έξοδος της χώρας από το Ευρώ και ανάκτηση της νομισματικής αυτοτέλειάς της, εθνικοποίηση των τραπεζών, παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με παράλληλη προστασία των λαϊκών εισοδημάτων και αποταμιεύσεων, ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας, διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νεολαίας, διάλυση της ΕΕ. Στην κατεύθυνση αυτή και για την πολιτική γείωση, εκλαΐκευση και διεύρυνση της επιρροής αυτού του περιεχομένου σημαντική υπήρξε η πρωτοβουλία των οικονομολόγων, το αριστερό βήμα διαλόγου, η επιτροπή λογιστικού ελέγχου του χρέους. Αυτό δείχνει πόσο σημαντικά πράγματα δύναται να συμβούν μέσα από ενωτικά παραδείγματα και πρωτοβουλίες.

Είναι σαφές πως για μεγάλες μερίδες του λαϊκού κινήματος το περιεχόμενο αυτό κατοχυρώνεται ως μια εναλλακτική πολιτική στρατηγική που έχουμε κάθε λόγο να διεκδικήσουμε ως μια ρεαλιστική και αναγκαία εναλλακτική κατεύθυνση για την χώρα μας, σε αντιπαράθεση με τον θανάσιμο εναγκαλισμό του ΔΝΤ, της ΕΕ και της προδοτικής στάσης της ελληνικής αστικής τάξης. Μια τέτοια προοπτική δεν αποτελεί έκφραση του πολιτικού φαντασιακού της αριστεράς, αλλά έκφραση των άμεσα ζωτικών συμφερόντων των εργαζόμενων και της νεολαίας. Αυτή η προοπτική δεν πρέπει να  τίθεται από την αριστερά κάπου στο βαθύ σοσιαλιστικό υπερμέλλον. Αντίθετα είναι αναγκαίο να βρεθούν εκείνες οι κοινωνικές και πολιτικές εφεδρείες που να οξύνουν στο μέγιστο βαθμό τις αντιφάσεις της αστικής κίνησης και να απαιτήσουν μια τέτοια προοπτική ως ένα άμεσο ρεαλιστικό εναλλακτικό σχέδιο ριζικά αντίθετο στον μονόδρομο της αποπτώχευσης του ελληνικού λαού. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχουν κάθε λόγο οι σοσιαλιστές και οι επαναστάτες να στηρίξουν γιατί προφανώς μια τέτοια νίκη του λαϊκού κινήματος ανοίγει δρόμους και για άλλες διεκδικήσεις. Αντίθετα ο κοινωνικός εξανδραποδισμός της εργατικής τάξης οδηγεί το λαϊκό κίνημα στην ήττα και την αριστερά στην πολιτική και ιδεολογική συρρίκνωση. Ο πολίτικος θρυμματισμός, η αδυναμία κατανόησης του αιτίου από το αιτιατό, του πρωτεύοντος από το δευτερεύων, του λογικά προηγούμενου από το συνεπακόλουθο, είναι αποτέλεσμα και ένδειξη της ήττας και όχι στοιχείο καθαρότητας το οποίο πρέπει να διαφυλαχθεί.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία η ενδυνάμωση κάθε πρωτοβουλίας που θα διαμορφώνει τους όρους μιας πλατιάς λαϊκής αυτοοργάνωσης και ξεσηκωμού των μαζών, η οργάνωση θεσμών όπου θα μπορεί να εκφράζεται η λαϊκή βούληση για αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης της χώρας. Σωματεία, συντονιστικά, λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές κατοίκων, πρέπει να προσπαθήσουν να διευρύνουν την ρευστοποίηση των σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης και να ενισχύσουν με κάθε τρόπο την διεκδίκηση μιας άλλης πολιτικής. Το πολιτικό σύστημα μπορεί στο σύνολό του να ανατραπεί συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς στις σημερινές ανεπαρκής της εκδοχές. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σηματοδοτούσε μια τεράστια πολιτική επιτυχία του λαϊκού κινήματος στην χώρα μας με διεθνή σημασία.

ΣΤ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΤΑΛΥΤΗ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα της αριστεράς στην χώρα μας. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, ως μια τρίτη εκδοχή της αριστεράς, συμβολίζει με την παρουσία της, όχι μόνο το γεγονός πως η ίδια είναι αποτέλεσμα της μεγάλης πολιτικής κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά μπορεί να λειτουργήσει ταυτόχρονα και σαν δύναμη διόρθωσής του. Η δυναμική αυτή αποδείχτηκε στην συγκυρία, ειδικά στον τρόπο που οι στόχοι της στάσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους μπόρεσαν να αποτελέσουν κεντρικά πολιτικά επίδικα στο σύνολο της αριστεράς. Είναι πάρα πολύ σημαντικό το γεγονός πως το ΚΚΕ ανακτά την θέση για την ανάγκη της άμεσης εξόδου από το ευρώ και την θέση για διαγραφή του χρέους, όπως επίσης ένα τέτοιο περιεχόμενο κερδίζει συνεχώς έδαφος και στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και σε ένα σημαντικό τμήμα του ΣΥΝ. Αυτό δείχνει ότι η πολιτική σημασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπερβαίνει κατά πολύ την όποια εν δυνάμει εκλογική της δυναμική εφόσον μπορεί να λειτουργεί παραδειγματικά για ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις.

Ιδιαίτερη σημασία έχει και το παράδειγμα της δημοκρατικής πολιτικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η προσπάθεια κατοχύρωσης της δημοκρατικής αρχής «ένας άνθρωπος μία ψήφος». Αυτή η επιλογή έχει μια ιδιαίτερη δυναμική που εάν δοκιμαστεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα μπορεί να αλλάξει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των μετωπικών πολιτικών μορφών συγκρότησης της αριστεράς, δημιουργώντας σχήματα πολύ πιο σταθερά, με οριζόντια ανταλλαγή της εμπειρίας, έλεγχο των αποφάσεων από την βάση και αίσθηση πραγματικής δημοκρατικής συντροφικής ενότητας.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πολιτική δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι δεδομένη. Αντίθετα το ενδεχόμενο της πολιτικής συρρίκνωσης και περιθωριοποίησής της παραμένει ανοιχτό, εάν τελικά επιλεχθεί ο δρόμος του αυτοαναφορικού βερμπαλισμού και η διαφυγή από τα πραγματικά προβλήματα και προκλήσεις, μέσα από ιδεολογικά σχήματα πολιτικού υποκειμενισμού και σεχταρισμού. 

Μονάχα και στον βαθμό που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ή τουλάχιστον ένα κρίσιμο τμήμα της) μαζί με ένα σύνολο άλλων δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς μπορέσουν να πάρουν μια σημαντική πολιτική πρωτοβουλία για ένα «ριζοσπαστικό αριστερό και λαϊκό μέτωπο» είναι δυνατό να κατοχυρώσει και την δική της δυναμική και να έχει παίξει τον δικό της καταλυτικό ρόλο στην αλλαγή της κατάστασης στο λαϊκό κίνημα και στην αριστερά.

Κανελλής Δημήτρης, 
Στόμη Παγώνα, 
Χήτας Λάμπρος, 
28-10-2011


 
 
Επί παραδείγματι εδώ μπορεί να είναι ένα κείμενο μας ή καλύτερα και πάλι η εισαγωγή και με ένα κουμπάκι ο χρήστης θα πηγαίνει στο πλήρες κείμενο...