Picture
Ο αγώνας δεν τελειώνει την Κυριακή, 
αλλά ξεκινάει μια νέα φάση αγώνων με ακόμη μεγαλύτερη ένταση
Να μην λείψει κάνεις…

1. Η πιο καθαρή από ποτέ ήττα του δικομματισμού που αναμένεται στις 17 Ιούνη, δείχνει ότι η πορεία που ξεκίνησε ο ελληνικός λαός στις 6 Μάη δεν ήταν πυροτέχνημα. Δείχνει ότι η αρχική έκφραση της οργής απέναντι στην πολιτική που μας οδηγεί στην εξαθλίωση, σταδιακά αντικαθίσταται από μια βαθύτερη συνειδητοποίηση των αδιεξόδων αλλά και των δυνατοτήτων. Παρά την τρομοκρατία που ασκήθηκε όλο αυτό το διάστημα από τα ΜΜΕ, από τις ανακοινώσεις της ΝΔ, από τις παρεμβάσεις της ΕΕ και όλων των ιμπεριαλιστικών κέντρων, ακόμα και του “σοσιαλιστή” Ολάντ, ο ελληνικός λαός έδειξε ότι οι όποιες ταλαντεύσεις προκαλούνται στη στάση του, δεν είναι ικανές να αλλάξουν την βαθύτερη πεποίθηση του ότι η πολιτική αυτή πρέπει να σταματήσει και να ανατραπεί.

2. Στην προεκλογική περίοδο η τρομοκρατία που εξαπολύθηκε από το σύνολο του αστικού μηχανισμού ήταν τεράστια. Επιστρατεύτηκε η άσκηση ψυχολογικής βίας για να αποτραπεί με κάθε τρόπο το ενδεχόμενο καταγγελίας  του μνημονίου που «θα μας οδηγήσει στην έξοδο από το ευρώ» καθώς και το χάιδεμα δεξιών και ρατσιστικών αντανακλαστικών από την πλευρά της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Επιστρατεύτηκαν ακόμα και μετεμφυλιακές επιχειρηματολογίες προκειμένου να μπουν διαχωριστικές γραμμές και να ανατραπεί η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Λασπολογία και επιχειρηματολογία που δείχνει τον πανικό τους και που προτιμά, προκειμένου να επιτύχει το σκοπό της, να σπείρει έντονη διχόνοια και να δηλητηριάσει  με μίσος και φόβο τον ελληνικό λαό, στρώνοντας έτσι το έδαφος για την ιδεολογία και τις πρακτικές του φασισμού. Αυτή είναι όμως και η μεγάλη αδυναμία του αστισμού, που σηματοδοτεί και την καθοριστική ήττα του στις εκλογές. Το γεγονός δηλαδή ότι χρησιμοποίησε τα πιο «βαριά» εκβιαστικά του διλήμματα και παρ' όλα αυτά δεν κατάφερε να ανακόψει τη δυναμική που φαίνεται να συσσωρεύει η αριστερά για μια άλλη προοπτική, πολιτική, πολιτισμική και ηθική, που μόνο αυτή πρεσβεύει. Όσο μάλιστα πιο πολλά επιχειρήματα από αυτά χρησιμοποιούνται τόσο πιο πολύ αυτά «καίγονται» και καθίστανται αναποτελεσματικά για μια επόμενη περίοδο. Δεν μπορεί να δώσει θετική διέξοδο, αλλά δεν μπορεί και να φοβίσει.

3. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται όμως και κάτι ακόμη, η άνοδος της αριστεράς και η ενδυνάμωση με αυτό τον τρόπο της πολιτικής πρότασης ακύρωσης και κατάργησης του μνημονίου, ανοίγει από μόνη της το ζήτημα του «Ευρομονόδρομου» και κατά αυτόν τον τρόπο δρομολογεί καθ’ αυτή ριζοσπαστικές πολιτικές εξελίξεις. Οι εξελίξεις που δρομολογούνται δεν αφορούν μόνο την πολιτική αντιπαράθεση στη Ελλάδα, αλλά αν η πορεία αυτή συνεχιστεί και η αριστερά βγει νικητής από αυτή την πολιτική μάχη, τότε θα επέλθουν και αντιδράσεις ακόμα και από τους ισχυρούς της Ευρώπης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο άρθρο του ο Κώστας Λαπαβίτσας «Προοπτικές και κίνδυνοι για μια αριστερή κυβέρνηση».  Είναι σαφές λοιπόν ότι τόσο όσοι στρουθοκαμηλίζουν για το ζήτημα του ευρώ και ευελπιστούν ότι δεν θα μπει ζήτημα εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, αλλά κι όσοι (με μια ανεξήγητη πολιτική υπεροψία) επικαλούνται ότι αυτή τη στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δίνει ουσιαστική μάχη γύρω από την προοπτική της επανακατοχύρωσης της εθνικής ανεξαρτησίας, διαψεύδονται εντελώς.  Ακριβώς γιατί το ζήτημα της εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, της διάλυση της ΕΕ δεν αποτελεί πλέον προπαγανδιστικό αντικείμενο μιας ελάχιστης πολίτικης μειοψηφίας, αλλά κρίσιμο πολιτικό επίδικο στην κλίμακα της ίδιας της κυβερνητικής εξουσίας, δηλαδή στην κλίμακα οργάνωσης της συνείδησης ενός ολόκληρου λαού. Ακριβώς γιατί η ακύρωση του Μνημονίου αποτελεί αντικειμενικά ενεργοποιημένη πολιτική βόμβα στο σύμφωνο της ευρωζώνης. Αυτό πλέον το γνωρίζουν όλοι (και όταν λέμε όλοι εννοούμε όλοι) εφόσον αυτό το επικαλούνται πλέον, όχι μονάχα οι πιο ριζοσπαστικές πτέρυγες της αριστεράς, αλλά το επιβεβαιώνουν καθημερινά και σε όλους τους τόνους ολόκληρο το αστικό πολιτικό σύστημα και κατεστημένο.
 
4. Αν αυτό είναι το κλίμα που διαμορφώθηκε προεκλογικά, μετεκλογικά οι πιέσεις θα είναι ακόμα μεγαλύτερες. Θα επιχειρηθεί μάλιστα όλες οι επιπτώσεις της μνημονιακής πολιτικής να της φορτωθεί η αριστερά. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση καμιά κυβέρνηση της αριστεράς, ακόμα και αυτοδύναμη, δεν θα μπορεί να αντέξει τις πιέσεις και τους εκβιασμούς  αν δεν στηριχθεί στον ελληνικό λαό αλλά κι αν δεν λειτουργήσει ως πραγματική πρωτοπορία με ένα ξεκάθαρο πολιτικό πλαίσιο προσανατολισμένο στις λαϊκές ανάγκες. Και αυτό σημαίνει επιμονή στην πολιτικό πλαίσιο «ΚΑΜΙΑ ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩ» «ΠΡΩΤΑ Ο ΛΑΟΣ μετά το ΕΥΡΩ» αλλά και την διάθεση να ακούει τη λαϊκή βούληση. Είναι σαφές ότι οι πιέσεις που θα ασκηθούν θα είναι μεγάλες και οι απαντήσεις θα πρέπει να δίνονται με την στήριξη αλλά και τη συμμετοχή της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

5. Κι αυτό πρέπει να γίνει με πραγματικό και αποτελεσματικό τρόπο και να μην αποτελέσει ένα θεωρητικό σχήμα ή έναν ευσεβή πόθο. Οι πρακτικές που θα επιλεγούν θα πρέπει να αντλήσουν εμπειρία από τις ίδιες τις πρακτικές που ο ελληνικός λαός ανέδειξε, όταν ακόμα το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων ήταν αδύναμες να συγκροτήσουν ουσιαστικές αντιστάσεις και προτάσεις. Να τροφοδοτηθεί από την εμπειρία που ξεκίνησε πέρυσι τέτοια εποχή στις πλατείες, με κορύφωση τις εκφράσεις αποφασιστικής αντίστασης ενός αγωνιζόμενου και πολιτικά χειραφετημένου λαού, τις διαδικασίες που συγκροτήθηκαν με τις ανοικτές (και όχι κομματικές) αλλά σε κάθε περίπτωση βαθιά πολιτικές συζητήσεις, την μετεξέλιξη τους σε Λαϊκές συνελεύσεις, σε συνελεύσεις γειτονιών για συντονισμό και δράση ενάντια στα «Χαράτσια» και τον τρόπο που αυτές συναντήθηκαν και με το κίνημα «Δεν Πληρώνω». Διαδικασίες που φέρουν μέσα τους τη δημοκρατία, την βαθιά πολιτική συζήτηση, το άμεσο και απτό τρόπο δράσης, διαδικασίες που εκπαιδεύουν το κοινωνικό σύνολο σε συλλογικές δράσεις και στη συμμετοχή στην λήψη αποφάσεων και γιατί όχι στην πολιτική χάραξη και έλεγχο κυβερνητικών προγραμμάτων από τα κάτω. Οι πρακτικές αυτές θα πρέπει να  δημιουργούν την πεποίθηση ότι η κυβέρνηση δεν ανέλαβε αντί του λαού μια ευθύνη, αλλά ότι ο λαός καθορίζει τα κέντρα λήψης αποφάσεων, τροφοδοτεί την κυβέρνηση, τη στηρίζει όταν αυτή επιχειρείται να εκβιαστεί ή την πιέζει όταν αυτή πάει να διολισθήσει σε πολιτικές ενσωμάτωσης και σε αντιδραστικές συμμαχίες.

6. Όσο για την φοβικότητα, ειλικρινή ή κακοήθη, ότι υπάρχει ορατός ο κίνδυνος η ιστορία να επαναληφθεί και να ζήσουμε ένα νέο '81, διότι ο ελληνικός λαός έχει δήθεν την αυταπάτη ότι σε μια νύχτα θα αλλάξουμε ρώτα και θα ακολουθήσει μια νέα δεκαετία του '80 «επιδοματικής & χρηματοδοτικής ευφορίας», η απάντηση έχει ήδη δοθεί μέσα από την μαχητική και αποφασιστική στάση του λαού στις πλατείες, στην Κερατέα στις απεργίες, στο τεράστιο λαϊκό κίνημα που έφερε σήμερα την αριστερά στο προσκήνιο. Ο κόσμος έχει συνείδηση ότι ο διεθνοποιημένος ελληνικός καπιταλισμός δε βρίσκεται στην περίοδο του 81'. Όσοι στήριξαν αυτή την πτώση του δικομματισμού, γνωρίζουν καλά ότι η κρίση, είναι πραγματική και πολυδιάστατη. Είναι κρίση οικονομική αλλά και πολιτική, είναι κρίση κοινωνικής συγκρότησης του αστικού συνασπισμού εξουσίας, είναι κρίση της κρατικής διοίκησης, είναι κρίση διπλωματική και κρίση διεθνών σχέσεων, αλλά είναι και κρίση πολιτισμική και ηθική, κρίση εν τέλει του αξιακού πλαισίου του κυριάρχου παραγωγικού και κοινωνικού προτύπου. Συνεπώς και για να την ξεπεράσουμε, ή προσπάθεια της αριστερής κυβέρνησης να εφαρμόσει το πρόγραμμά της δεν θα είναι ένας όμορφος περίπατος σε ολάνθιστα περιβόλια. Θα αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες όχι μόνο λόγω των άδειων δημόσιων ταμείων και όχι μονάχα λόγο απλά της καμένης και βομβαρδισμένης με ναπάλμ γης, που αφήνει πίσω της  η κυβέρνηση Παπαδήμου. Οι δυσκολίες θα είναι αποτέλεσμα της ίδιας της βαθύτερης σημασίας που ενέχει η εναλλαγή και τελικά η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και η ίδια η αστική ηγεμονία για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο στην Ελλάδα. Άλλωστε μια κυβέρνηση της αριστεράς θα έχει ν' αντιμετωπίσει έντονες πολιτικές πιέσεις, εκβιασμούς, ακόμα και προβοκάτσιες, από το εγχώριο και διεθνές οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο, που δεν θα παραχωρήσει αμαχητί τα προνόμια του ούτε θα την αφήσει απερίσπαστη να αποτελέσει ένα παράδειγμα και για άλλους λαούς της Ευρώπης. 

7. Για να υλοποιηθούν τα παραπάνω, χρειάζεται μια πραγματική ανατρεπτική δυναμική που να παράγεται και να ενδυναμώνεται από την συμμετοχή του κόσμου. Συμμετοχή άμεση, μαζική, συλλογική με ανοιχτή συζήτηση στις λαϊκές συνελεύσεις, με συμμετοχή στην λήψη αποφάσεων κι όχι virtual  «ανοικτή  διαβούλευση των κυβερνόντων τύπου ΠΑΣΟΚ».  Λαϊκές Συνελεύσεις, που δεν θα είναι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά θα είναι όλου του λαού, στις γειτονιές και τους χώρους εργασίας. Αυτή η πορεία είναι άλλωστε αναγκαία σε κάθε ενδεχόμενο, είτε νικήσει είτε ηττηθεί εκλογικά η ΝΔ. Οι συνελεύσεις αυτές θα καλούνται σε κάθε γειτονιά, και οφείλει να της στηρίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ίδιο οφείλουν να κάνουν και το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και οι άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ειδικά σε ότι αφορά τους αγωνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όλους εμάς που καταθέτουμε απόψεις και θέσεις που τις θεωρούμε πραγματικά αναγκαίες και επίκαιρες (άρνηση πληρωμής του χρέους, αποδέσμευση από την ευρωζώνη, εθνικοποίηση τραπεζών και παραγωγική ανασυγκρότηση, κ.λ.π.) είναι καθοριστικό να συμμετέχουμε και να στηρίξουμε. Μέσα από τέτοιες διαδικασίες θα νικηθούν οι μάχες για την ηγεμονία αυτής της αντικαπιταλιστικής αντίληψης. Γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτό είναι και το ζητούμενο και το οποίο δεν μπορεί να τίθεται ως προαπαιτούμενο.

8. Η μάχη αυτή λοιπόν οφείλει να δοθεί “με τις δικές μας σημαίες”, με τις σημαίες που ο καθένας κουβαλάει στην αγωνιστική και ιστορική του διαδρομή, αλλά με άλλη διάθεση κι άλλη νοοτροπία. Αυτό είναι και το νόημα της πρότασης ενός Αριστερού & Λαϊκού μετώπου. Είναι  η πραγματική πολιτική δυνατότητα της αριστεράς να πρωτοστατήσει σε μια αλλαγή πορείας για την χώρα με μια νέα πλατιά λαϊκή συμμαχία που θα εκφράζεται και από τα κάτω και από τα πάνω.  Είναι η δυνατότητα συνάντησης όλων των πολιτικών δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς σε ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο με  ένα ριζοσπαστικό,  άμεσα εφαρμόσιμο & αδιαπραγμάτευτο κυβερνητικό πολιτικό πρόγραμμα, με στόχους : την άμεση ανατροπή του μνημονίου, την παύση πληρωμών του απεχθούς και επαχθούς δημόσιου χρέους, την διαγραφή του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, (η του μεγαλυτέρου μέρους του), την εθνικοποίηση των τραπεζών και την χάραξη ανεξάρτητης παραγωγικής στρατηγικής,  την επανακατοχύρωση του εθνικού νομίσματος και της εθνικής ανεξαρτησίας, την ισότιμη συμμετοχή στο διεθνές καταμερισμό της εργασίας, την υπεράσπιση της δημοκρατίας, των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και την επανακατοχύρωση  της λαϊκής κυριαρχίας, την προστασία του λαϊκού εισοδήματος, της απασχόλησης, την ενίσχυση κάθε μορφής, θεσμού και πρακτικής οικονομικής χειραφέτησης των εργαζόμενων μαζών (αγροτοπαραγωγικούς συνεταιρισμούς, συνεταιρισμούς λειτουργιάς κλεισμένων επιχειρήσεων, αυτόνομες ομάδες αυτοαπασχολουμένων, επιχειρήσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας κλ.π.)

Προφανώς μονάχα ο λαός μπορεί να απαιτήσει, να επιταχύνει, να εκβιάσει, να επιβάλει μια τέτοια κατεύθυνση για τις δυνάμεις της αριστεράς. Ο λαϊκός παράγοντας είναι καθοριστικός για την ριζοσπαστική υπέρβαση του αριστερού κατακερματισμού, την πολιτική και οργανωτική ενίσχυση και περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση της προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ.  Συνεπώς ένα Αριστερό & λαϊκό σημαίνει ότι η κάθε πολιτική δύναμη διατηρεί την αυτοτέλειά της αλλά ταυτόχρονα υπάρχει ο αναγκαίος πολιτικός και κοινωνικός μετωπικός συντονισμός σε μια συνισταμένη κατεύθυνση. Αυτή η κατεύθυνση απαιτείται να έχει και κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά, και την ικανότητα «να εμπλέκει τη δημιουργικότητα των μαζών σε ένα στόχο να που τις αφορά» και να επιδιώκει σε μια νέα ιστορικά πρωτότυπη διαδικασία συνάντησης της αριστεράς με τις λαϊκές ανάγκες και αγωνίες.  Αυτή η μετεκλογική πορεία, οφείλει να ξεκινήσει χωρίς καμιά καθυστέρηση, από την πρώτη κιόλας στιγμή.  Μόνο έτσι θα έρθει η Νίκη , μόνο εάν αυτό που σήμερα επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ και που επιβραβεύεται από τον ελληνικό λαό, γίνει υπόθεση ολόκληρης της αριστεράς.


9. Ειδικότερα αμέσως μετά τις εκλογές, από την ίδια κιόλας μέρα, είναι σημαντικό όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, ο ελληνικός λαός να δείξει ότι είναι κυρίαρχος και αφέντης στον τόπο του! και να γεμίσει τους δρόμους της Αθήνας και όλης της Ελλάδας με ένα αισιόδοξο δημοκρατικό και αγωνιστικό πλήθος. Να διαδηλώσει προς κάθε κατεύθυνση εντός και εκτός της χώρας, πως δεν θα αποδεχθεί την συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής, της λιτότητας, της φτωχοποίησης της εθνικής ταπείνωσης. Κι αυτό πρέπει να γίνει είτε στην περίπτωση που εκλεγεί η ΝΔ πρώτη (χωρίς προφανώς να μπορεί να συγκροτήσει αυτοδύναμη κυβέρνηση), είτε στην περίπτωση που νικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικά μάλιστα σε αυτήν την περίπτωση είναι ακόμη πιο αναγκαία η κινητοποίηση του ελληνικού λαού, ώστε να γίνει αισθητή η αποφασιστικότητά του να συγκρουσθεί με τους πιθανούς ευρωπαϊκούς και ντόπιους εκβιασμούς, ότι θα απαιτήσει και θα στηρίξει την πολιτική κατεύθυνση για ανατροπή του μνημονίου και ότι ο λαϊκός παράγοντας εισβάλει πλέον με ένα πιο μόνιμο και καθοριστικό αλλά και αναβαθμισμένο τρόπο στις πολιτικές εξελίξεις! Με αυτόν τον τρόπο θα έχει πάρει και την καλύτερη δυνατή απάντηση η τακτική που ακολούθησε η ΝΔ που προσπάθησε με διάφορους τρόπους να δηλητηριάσει και να διχάσει τον ελληνικό λαό. 

10. Σε κάθε περίπτωση, όποιο και αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα, ένα νέο κεφάλαιο  ξεκινάει στην πολιτική ιστορία του ελληνικού λαού, που άνοιξε με τεράστιες λαϊκές κινητοποιήσεις και την έκφραση ενός ολοένα και αυξανόμενου πολιτικού ριζοσπαστισμού. Είναι αναγκαίο η Αριστερά να υποδεχτεί αυτήν την νέα συγκυρία, με τις σημαίες της αγωνιστικής ενότητας και της πολιτικής πρωτοπορίας, δηλαδή εκείνης της αναγκαίας κοινωνικής και πολιτικής δύναμης που επιθυμεί να καθοδηγήσει και να οχυρώσει τον ελληνικό λαό σε μια σπουδαία ιστορική νίκη με τεράστια διεθνή σημασία.

Κανελλής Δημήτρης
Ποδιας Κώστας
Χήτας Λάμπρος


 
Picture
Ακούγοντας και διαβάζοντας τη παρουσίαση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ όπως αυτή έγινε την 1η Ιούνη 2012 θα πρέπει κανείς να αναλύσει τα χαρακτηριστικά του. Παρά τη σημασία της ανάλυσης σημείο-σημείο, ακόμη ποιο σημαντική είναι η ανάλυση και κριτική τοποθέτηση επί των βασικών αντιλήψεων που διαμόρφωσαν τη συγκρότηση αυτού του προγράμματος. Εκεί βρίσκεται το κύριο ζήτημα.

Άλλωστε το πιο ουσιαστικό σημείο που διαμόρφωσε τα χαρακτηριστικά του προγράμματος του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ.-Ε.Κ.Μ. όπως αυτό ανακοινώθηκε, όπως οι ίδιοι οι συντάκτες του δηλώνουν, είναι το εξής (αντιγραφή από το τμήμα του Οικονομικού Προγράμματος): «Πρόγραμμα ακόμα σημαίνει διαδικασία συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών. Συναινέσεων από τα κάτω. Το να ενώσουμε το λαό είναι και θέμα προγράμματος. Το πρόγραμμα μας λοιπόν είναι η βάση, η προγραμματική αποτύπωση μιας πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας, τον κόσμο της γνώσης, του πολιτισμού και της νεολαίας.»

 

Η επιλογή για ένα τέτοιο πρόγραμμα – και όχι ένα πλαίσιο αρχών μόνο  – συνδέεται με τη γραμμή της «Κυβέρνησης της Αριστεράς», γραμμή με θετική δυναμική στην περίοδο. Το πρόγραμμα λοιπόν που παρουσιάστηκε έχει τα χαρακτηριστικά ενός προγράμματος άμεσης πολιτικής διεξόδου, ενός προγράμματος που πρέπει άμεσα να εφαρμοσθεί από μια κυβέρνηση της αριστεράς στα πλαίσια μιας ριζοσπαστικής – προοδευτικής  κοινωνικής συμφωνίας και να ανοίξει μια νέα σελίδα. Κατά αυτή την έννοια δεν είναι το «τέλος μιας διαδρομής», δεν είναι το «πρόγραμμα για το σοσιαλισμό», δεν είναι το «πρόγραμμα για τη λαοκρατία».

Η τεράστια θετική ανταπόκριση του αριστερού και λαϊκού κόσμου στην κατεύθυνση της κυβέρνησης της αριστεράς και μιας άμεσης πολιτικής διεξόδου για την κοινωνική πλειοψηφία αποδεικνύει ότι σήμερα χρειάζεται ένα πρόγραμμα που να μπορεί να συναρθρώσει μια πλειοψηφική κοινωνική συμμαχία διότι η άλλη κατεύθυνση – η κατεύθυνση της αποδοχής της κυριαρχίας της πολιτικής του μαύρου μετώπου σημαίνει εν τέλει την αποδοχή της κυριαρχίας μιας πολιτικής συνέχισης της κοινωνικής καταστροφής και παράδοσης της πρωτοβουλίας των κινήσεων στην ακροδεξιά. Το ερώτημα λοιπόν είναι, το κατά πόσο το πρόγραμμα που παρουσιάσθηκε, εκτός από αποτύπωση των χαρακτηριστικών μιας εν δυνάμει κοινωνικής συμμαχίας είναι και «αξίες, αρχές, ξεκάθαροι προσανατολισμοί, σταθερές γραμμές», «τρόπος ανάλυσης, κατανόησης του προβλήματος, ιεράρχησης των αναγκών και των προτεραιοτήτων», «πρόγραμμα για τον στρατηγικό στόχο της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο» (σημεία από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την οικονομία και τα εργασιακά). Δηλαδή, το κατά πόσον εκτός της γείωσης του με την πραγματικότητα και τα ερωτήματα των λαϊκών τάξεων διαπερνάται από μια βαθιά αριστερή ανάλυση της καπιταλιστικής κρίσης και από το στρατηγικό χνάρι της σοσιαλιστικής προοπτικής. Είναι δηλαδή αυτό το πρόγραμμα προϊόν μιας ορθής διαλεκτικής μεταξύ των τωρινών χαρακτηριστικών της εν δυνάμει κοινωνικής συμμαχίας και των ιδεών που κυριαρχούν και των στρατηγικών στόχων για μιασοσιαλιστική κοινωνία;

Το ερώτημα αυτό είναι δύσκολο και απαιτεί μια προσεκτική απάντηση. Η απάντηση αυτή είναι αναγκαίο να δοθεί σε ρήξη με τις λογικές της εύκολης και αφοριστικής κριτικής όπως αυτή δυστυχώς συνηθίζεται από μεγάλο μέρος των δυνάμεων της αριστεράς η οποία σε πολλές περιπτώσεις μοιάζει  με τη λογική του «οπαδισμού». Άλλωστε το ίδιο το πρόγραμμα αυτό ομολογεί πως «το πρόγραμμα για εμάς είναι μια διαρκής διαδικασία. Δεν είναι ένα στατικό και αιώνιο κείμενο».

Συνεπώς το πρόγραμμα που παρουσιάσθηκε, θέλει – όπως συντάκτες του δηλώνουν - να συνθέσει, τις εξής τρεις συνιστώσες σκέψης:

1.    Την κατεύθυνση της άμεσης ακύρωσης των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων σε συνδυασμό με μερική διαγραφή / επαναδιαπράγματευση του υπολοίπου του χρέους, κατεύθυνση που (παρόλο που εξακολουθεί να μην είναι σαφές αν θα σημάνει μονομερή ενέργεια από τον λαό και την κυβέρνηση της αριστεράς) προϋποθέτει τη σκληρή σύγκρουση με τις Βρυξέλλες, την Τρόικα, τα ντόπια μεγάλα συμφέροντα. Δυνητικά μια τέτοια προοπτική θα προκαλέσει ευρύτερες αναταραχές χωρίς να αποκλείεται και το ενδεχόμενο ενός ντόμινο πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων.

2.    Την κατεύθυνση της άμεσης ανακούφισης των λαϊκών μαζών, της δημιουργίας ενός δικαιότερου κράτους (κυρίως με την λογική ενός φορολογικού συστήματος ανάλογου της φοροδοτικής ικανότητας του κάθε ενός) και σε κόντρα με μεγάλους οικονομικούς ομίλους (απαίτηση να συνεισφέρει ο εφοπλισμός καταργώντας τις φοροαπαλλαγές που έχει), της εθνικοποίησης/κοινωνικού ελέγχου των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας (νερό, ρεύμα, τηλεπικοινωνίες, υποδομές κ.ο.κ.), ενός κράτους με κοινωνικό χαρακτήρα στοιχείο κρίσιμο ιδίως στην εποχή αυτής της μεγάλης κοινωνικής κρίσης και την εκκίνηση μιας διαδικασίας παραγωγικής ανασυγκρότησης πρώτα μέσα από την ανάταξη της εσωτερικής οικονομίας και ακολούθως της εξωτερικής.

3.    Την επιμονή για παραμονή στην Ευρωζώνη παρά το πλήθος αναλύσεων που δείχνουν ότι τα παραπάνω δύο σημεία έρχονται σε ρήξη με αυτό. Το ζήτημα αυτό, η στάση για το θέμα του Ευρώ μπροστά στους εκβιασμούς που θα γίνουν από τη μεριά του κεφαλαίου είναι καθοριστικής σημασίας και άρα απαιτεί περαιτέρω ανάλυση.

Πριν από όλα όμως, πρέπει να επισημανθεί πως ειδικά για το σημείο (2) κυκλοφορεί μια θλιβερή κριτική που ξεκίνησε από τον Σαμαρά και τη ΝΔ και συνεχίζεται από μερίδες της αριστεράς. Όλοι μαζί δηλώνουν από κοινού πως: «το πρόγραμμα δεν είναι κοστολογημένο, είναι αδύνατο, δεν θα βρείτε τα λεφτά!». Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα  σε ένα μεγάλο βαθμό, δίνεται μέσα από το ίδιο το πρόγραμμα, δηλαδή ότι υπάρχει τεράστιος συσσωρευμένος πλούτος του κεφαλαίου που πρέπει και μπορεί να αναδιανεμηθεί υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Επίσης η κριτική αυτή ξεχνά και υποτιμά τις παραγωγικές δυνατότητες του τόπου μας, τη δημιουργικότητα που ο δικός μας λαός έχει, την πολλαπλασιαστική δυναμική και διάθεση που μπορεί να διαμορφώσει η ανάπτυξη ενός αισθήματος κοινωνικής πρόνοιας, δίκαιης αναδιανομής του πλούτου προς τις λαϊκές μάζες, συντριβής του σάπιου πολιτικού συστήματος. Αυτή η Κριτική δεν μπορεί να είναι αποδεκτή γιατί αναπαράγει και ενισχύει ένα μέρος των επιχειρημάτων του αντιπάλου, γιατί επιμένει να αναπαράγει τον φόβο και την ανημποριά στις γραμμές τις αριστεράς, γιατί δεν μπορεί να συνθέσει μια δυναμική επανακατοχύρωσης της προτεραιότητας της πολιτικής πάνω την οικονομία, στοιχείο αναγκαίο για να μπορέσει η αριστερά να επικοινωνήσει με τις τεράστιες μάζες λαού που κοιτούν στα αριστερά και αναζητούν εκεί την πολιτική τους έκφραση για μια δυναμική απάντηση στο τεράστιο πολιτικό πρόβλημα της χώρας.

Συνεπώς το πιο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να επισημανθεί είναι η αντίφαση μεταξύ των σημείων (1) και (3) όπως οι αναλύσεις πολλών ριζοσπαστών οικονομολόγων αποδεικνύουν (και ορισμένων εξ’ αυτών που σήμερα στηρίζουν τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ.-Ε.Κ.Μ.). Και η αντίφαση έγκειται στο γεγονός ότι η Ευρωζώνη ως ιδιαίτερα αντιδημοκρατικός και ιμπεριαλιστικός μηχανισμός δεν θα μείνει άπραγη απέναντι σε μια κυβέρνηση της αριστεράς που μονομερώς θα καταργήσει το μνημόνιο και θα κινηθεί για την διαγραφή σημαντικού μέρους του χρέους. Η αντίδραση των Βρυξελλών, της Μέρκελ και του ΔΝΤ, η αντίδραση των χρηματοπιστωτικών κολοσσών διεθνώς θα είναι σκληρή. Άρα είναι σαφές ότι από τη μεριά τους θα κινηθούν στην κατεύθυνση εκβιασμού της χώρας για έξοδο από την Ευρωζώνη. Τούτο δεν θα προωθηθεί μονάχα σε θεσμικό επίπεδο αλλά και με σκληρό οικονομικό εκβιασμό (και από τις ίδιες τις «αγορές») με άμεσες επιπτώσεις κάτι που θα απαιτεί την οργανωμένη αντίσταση του λαού. Η αντίφαση αυτή συνεπώς είναι μεγάλη και απολύτως ενεργή στο πρόγραμμα όπως αυτό ανακοινώθηκε.  

Ως προς το ζήτημα αυτό μπορούν να υπάρξουν δύο ειδών κριτικές «από τα αριστερά»:

Η πρώτη εκδοχή (ομάδα εκδοχών) είναι μια κριτική «απαξίωσης», μια κριτική που οριακά φτάνει να πιστεύει ότι όσοι έγραψαν αυτό το πρόγραμμα «δεν καταλαβαίνουν» ή είναι γενικώς «ευρωλιγούρηδες». Η κριτική αυτή την ίδια στιγμή που ορθά παρουσιάζει γιατί είναι αναγκαία η έξοδος από την ευρωζώνη και η δυνατότητα της ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής ξεχνά το βασικό σημείο: ότι πρόγραμμα είναι και πολιτική κοινωνικών συμμαχιών. Ή το ξεχνά, ή εκτιμά διαφορετικά τον ιδεολογικό μέσο όρο στη κοινωνία μας ή εκτιμά ότι η ανατροπή είναι ανέφικτη ή δεν θέλει να γίνει ανατροπή σήμερα (πιθανόν γιατί η ανατροπή δεν φαίνεται να σχετίζεται με μια συγκεκριμένη λογική της αριστεράς ή ακόμα χειρότερα ένα συγκεκριμένο κόμμα). Αυτή η άποψη θεωρεί πως δεν είναι καθοριστικό: το να αλλάξει τώρα η πολιτική εξουσία στη χώρα μας, θεωρεί πως είναι σημαντικότερη η συγκρότηση ενός καθαρότερου «αντί-ΕΕ» ρεύματος ή ακόμη και ενός ρεύματος γύρω από ένα κόμμα με υγειονομικές ζώνες σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία παρά η δυνατότητα να βγει κυβέρνηση της αριστεράς σήμερα. Η λογική αυτή  είναι εμφανώς λανθασμένη από τη σκοπιά του ότι αδυνατεί να συλλάβει την αγωνία και την ανάγκη των λαϊκών μαζών να νικήσουν αυτή τη μάχη, να διώξουν τη κυβέρνηση του μαύρου μετώπου, να ανακαταλάβουν μέρος της εθνικής τους ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας μέσα στη χώρα τους, την ανάγκη τους να ανακουφιστούν σήμερα. Είναι μια άποψη «κλειστού ακαδημαϊκού αμφιθεάτρου», ελιτιστική εφόσον ξεχνά πως προϋπόθεση για την υλοποίηση του κάθε πολιτικού αριστερού σχεδίου λιγότερο ή περισσότερο ανατρεπτικού, είναι η πίστη και η συμμετοχή του λαού, η πολιτική πείρα των ίδιων των λαϊκών μαζών. Χωρίς απάντηση στις ανάγκες του κόσμου δεν μπορεί να υπάρξει σχέδιο της αριστεράς

Η δεύτερη εκδοχή ξεκινά από την παραδοχή ότι οι συντάκτες του το προγράμματος του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ.-Ε.Κ.Μ. έχουν υπόψη τους ότι η ακύρωση του μνημονίου αργά η γρήγορα θα σημάνει και την ανάγκη συνολικής πολιτικής σύγκρουσης με την Ευρωζώνη και εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ. Κατά αυτή την έννοια η επιλογή τους για υποστήριξη της γραμμής παραμονής στην Ευρωζώνη θα πρέπει να ιδωθεί ως προϊόν των συμβιβασμών και των αντιφάσεων που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία και στον ίδιο τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., αντιφάσεις για το ποια τελικά είναι η καλύτερη πορεία για τις λαϊκές τάξεις, αν ένα μέλλον για αυτές είναι καλύτερο μέσα ή έξω από την ζώνη του Ευρώ. Έτσι την ίδια στιγμή που τίθεται με σαφήνεια ο προγραμματικός στόχος της ακύρωση του μνημονίου, επιλέγεται η γραμμή προσπάθειας παραμονής στην Ευρωζώνη γεγονός που ενδέχεται να μπερδεύει τις λαϊκές μάζες, να ανακυκλώνει την ισχύ μέρους των επιχειρημάτων του αντιπάλου και να μην προετοιμάζει τον λαό για τα δύσκολα ενδεχόμενα που αντικειμενικά προκύπτουν.

Η δεύτερη αυτή κριτική κινείται στην  σωστή κατεύθυνση και αξίζει περαιτέρω συζήτησης. Παρόλα αυτά όμως, θα πρέπει να μετρηθεί μέσα από το κριτήριο της δοσμένης στιγμής, του δοσμένου επιπέδου ανάπτυξης των πολιτικών αντιθέσεων και της ενότητας του λαού και όχι αυτοαναφορικά στην βάση της ιστορικής δικαίωσης του ενός ή του άλλου ρεύματος της αριστεράς. Από τη σκοπιάαυτή ακόμα και αυτή η κριτική, αν και σωστή, δεν μπορεί από πολιτική άποψη να διαμορφώνει ανταγωνιστικές τακτικές,  εφόσον αυτή η ενεργή αντίφαση, αυτό «το ουσιώδες ψεύδος», στο πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συναρθρώνει πλειοψηφικές μερίδες της ελληνικής κοινωνίας και άρα να δώσει τη δυνατότητα μιας σημαντικής λαϊκής εκλογικής νίκης μιας αριστερής κυβέρνησης. Κατά αυτή την έννοια το πρόγραμμα «ως έχει» μπορεί να φτάσει μέχρι ενός σημείου τη σύγκρουση και να πυροδοτήσει ευρύτερες πολιτικές ανακατατάξεις, ώστε να φτάσει τη σύγκρουση στην επόμενη φάση της.  Και αυτό σε τελευταία ανάλυση είναι το καθοριστικό. Η πολιτική αντιπαράθεση έχει πάντα ενεστώτα χρόνο. Τούτο δεν σημαίνει ότι η πολιτική στο τώρα δεν πρέπει να διαπερνάται από τις αρχές των στρατηγικών μας στόχων, σημαίνει όμως ότι οφείλει να μπορεί να παράγει υλικά αποτελέσματα, να χαράζει υλικά βήματα στο σήμερα και να γίνεται υπόθεση των μαζών.

Στην θετικότερη εκδοχή η πολιτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ιδωθεί ως μια προσπάθεια ανυποχώρητης υπεράσπισης των άμεσων συμφερόντων των λαϊκών μαζών με παράλληλη άρνησης της επίθεσης στο ευρώ με στόχο να χρεώσει στον αντίπαλο (ΕΕ, ΠΑΣΟΚ – ΝΔ) το «Πολιτικό Βατερλό» της διάλυσης του ευρώ. Στην εκδοχή αυτή, το πρόγραμμα αυτό, θα κριθεί στο κατά πόσο δίνει την δυνατότητα στην αριστερά να εκφέρει έναν μαζικό λαϊκό πλειοψηφικό λόγο, να συγκροτεί πλατιά και προοδευτικά κοινωνικά μπλοκ, να παίζει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις, στόχο που σήμερα δείχνει να επιτυγχάνει σε ένα πρώτο βαθμό.

Αυτό όμως δεν αναιρεί το πραγματικό γεγονός ότι την επόμενη μέρα, η κυβέρνηση αυτή και η ίδια η λαϊκή συμμαχία θα πρέπει να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα: ότι ΔΝΤ, αγορές και Βρυξέλλες θα επιτεθούν και θα μας εξωθούν από τους «κόλπους» του ιμπεριαλιστικού τους τρελοκομείου. Μπροστά σε αυτό το δεδομένο, η κυβέρνηση της αριστεράς θα πρέπει να προετοιμάζει τον λαό για το εναλλακτικό σχέδιο, για το σχέδιο κατά το οποίο η χώρα θα κινηθεί ανεξάρτητα και ως προς την νομισματική και ευρύτερη οικονομική πολιτική. Μια τέτοια διαδικασία οργάνωσης του λαού και συγκρότησης του κινήματος, πολιτικής συγκρότησης και βαθέματος των συνεκτικών στοιχείων του λαϊκού μετώπου είναι προϋπόθεση για να δοθεί ο πόλεμος νικηφόρα και όχι μόνο η συγκεκριμένη μάχη των εκλογών. Είναι προϋπόθεση ώστε να νικήσουμε και σήμερα και αύριο, το να μην αποδειχθεί πύρρειος η νίκη που τώρα φαίνεται να είναι δυνατή.

Και φυσικά προετοιμασία δεν σημαίνει μόνο προπαγάνδιση της έννοιας ή του συνθήματος για τον χαρακτήρα της Ευρωζώνης και την ανάγκη εξόδου από αυτήν. Σημαίνει πρώτα από όλα προετοιμασία του λαού για ένα άλλο παραγωγικό πρότυπο, σημαίνει τόνωση της εσωτερικής οικονομίας, σημαίνει προχώρημα της πολιτικής για την εθνικοποίηση των τραπεζών ως απαραίτητο στοιχείο για τον έλεγχο της νομισματικής κυκλοφορίας. Τα ζητήματα αυτά μπορούν να κατακτηθούν μονάχα στα πλαίσια της κατάλληλης προετοιμασίας θέσεων από τη πλευρά της αριστεράς και της στενής συνοχής και διαλεκτικής με τον ίδιο το λαό, το κίνημα του, τις παραγωγικές δυνάμεις του. Εν τέλει απαιτείται μια συνολική οπτική για το τι θα σημάνει μια οικονομική ανάκαμψη με βάση τα συμφέροντα της κοινωνίας και ποιος θα είναι ο ρόλος της χώρας μας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.

Και στο ίδιο πλαίσιο πρέπεινα τοποθετηθούν και τα άλλα μεγάλα ζητήματα του προγράμματος. Για το τι σημαίνει δικαιότερο φορολογικό σύστημα, τι σημαίνει εργασιακή αξιοπρέπεια τι σημαίνει ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και τι σημαίνει δημοκρατία στο πολιτικό σύστημα, τις γειτονιές και τους χώρους δουλειάς. Είναι σαφές ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ βάζει κάποια πρώτα σημεία άμεσης εφαρμογής  τα οποία βοηθούν στην ανακούφιση των μαζών και την μετακύλιση τον φορολογικών βαρών στο κεφάλαιο. Όμως η σύγκρουση με τον εφοπλιστικό κόσμο, η σύγκρουση με τη μεγάλη εργοδοσία συνολικά, η φορολόγηση των καταθέσεων στην Ελβετία, η σύγκρουση με την ίδια τη λογική των αγορών, η πάλη για την αλλαγή συνειδήσεων στον ίδιο τον κόσμο (πχ. οι αγροτικές επιδοτήσεις να είναι με βάση την παραγωγή), η πάλη για την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος δεν είναι εύκολα πράγματα! Είναι ερώτημα σε ποιο βαθμό προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ την σύγκρουση με το διεθνές και ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο, ζήτημα που μένει να ξεκαθαριστεί στην πορεία αγώνων και διεκδικήσεων που έρχονται.

 

Ιδιαίτερη προσοχή θέλει το καθοριστικό ζήτημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να χωρέσει στα πλαίσια και τα όρια της Ευρωζώνης. Οι πολιτικές λιτότητας, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, η λογική των κοινοτικών πλαισίων, ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής και συνολικά του χρήματος συγκρούονται με την ανάγκη μια αλλαγή του παραγωγικού προτύπου με κριτήριο τις ανάγκες των λαϊκών τάξεων και τις δυνατότητες του τόπου. Το επόμενο διάστημα η αριστερά οφείλει να ανοίξει ευρύτερα το διάλογο με την κοινωνία και να περιγράψει – δοκιμάσει πλευρές της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης.

 

Εν τέλει είναι αναγκαίο να ανοίξει ευρύτερα η συζήτηση για το ποια είναι η αναγκαία πολιτική διέξοδος, ποιο είναι το αναγκαίο πρόγραμμα σήμερα, ποιες συγκρούσεις αυτό απαιτεί. Όχι φυσικά με τρόπο που θα φοβίσει, με τρόπο που θα διεγείρει αντανακλαστικά ηττοπάθειας. Αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει το λαϊκό κίνημα να συγκροτεί τα αιτήματα του, την κατανόηση του για την πραγματικότητα, να επιλέγει και να κατακτά τις θέσεις μάχης του ώστε να δοθεί αυτή η μάχη νικηφόρα.  Από την άποψη αυτή η συμβολή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ είναι καταλυτική - παρά τις όποιες ασάφειες ταλαντεύσεις και ανεπάρκειες - διότι δίνει την δυνατότητα αυτή η συζήτηση να γίνει σε επαφή με τις λαϊκές μάζες, αναβαθμίζοντας συνεχώς όλα τα πολιτικά επίδικα. Είναι πλέον σαφές πως δεν επαρκούν μονάχα οι εκφορές εύκολων αντικαπιταλισμών και βολονταρισμών για να ορίσουν το περιεχόμενο μιας αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ή πολύ περισσότερο ενός τρίτου αριστερού πόλου. Αντίθετα είναι απολύτως απαραίτητο το προγραμματικό βάθος και η ικανότητα σύνδεσης της στρατηγικής με την τακτική.

Σε αυτή την κατεύθυνση είναι καθοριστική η ενίσχυση της ενότητας μεταξύ αριστεράς και λαϊκού κινήματος καθώς και το προχώρημα της λογικής του μετώπου. Σε αυτά τα πλαίσια είναι κρίσιμη η πρόταση για λαϊκό μέτωπο με κέντρο την αριστερά ως μια διαδικασία στην οποίατα διαφορετικά πολιτικά ρεύματα στην αριστερά μπορούν να δουλέψουν μαζί σε ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπο κάτω από την πίεση του λαϊκού παράγοντα σε διαλεκτική σχέση με το ίδιο το Λαϊκό κίνημα και κατά αυτή την έννοια να προχωρά η οργάνωση της μάχης σε όλα τα επίπεδα. Αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση, ώστε να είναι εφικτή η αναγκαία λαϊκή στήριξη σε μια κυβέρνηση της αριστεράς ώστε να προχωρήσει στις συγκρούσεις με τα μεγάλα συμφέροντα, ώστε να υπάρχει και η ανάδραση από τον κόσμο και ο έλεγχος της κυβέρνησης από αυτόν. Η πρόταση του λαϊκού μετώπου με κέντρο την αριστερά, απαντάει ακριβώς σε εκείνο το πεδίο συσσώρευσης, των αναγκαίων πολιτικών και κοινωνικών προϋποθέσεων, καθώς και του τρόπου ενίσχυσης της αριστερής κυβερνητικής εξουσίας με λαϊκούς θεσμούς αυτοοργάνωσης, ώστε να μπορούν να κατακτηθούν νέες ριζοσπαστικότερες θέσεις για θέματα όπως:

-        Το εάν και με ποιο τρόπο η Ελλάδα θα ανακτήσει ένα δικό της νόμισμα προκειμένου να χρηματοδοτήσει πλατιές κοινωνικές ανάγκες (υγεία, παιδεία, ασφάλιση, στέγαση, επικοινωνίες) Ποιο μπορεί να είναι και πως θα χρηματοδοτηθεί ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.

-        Να οριστεί μια νέα σχέση δημόσιου ιδιωτικού και ενός «τρίτου» («κοινωνικού», «αυτοδιαχειριζόμενου»- «συνεταιριστικού» οικονομικού τομέα.

-        Να οριστούν οι αναγκαίες τομές στην δημόσια και ιδιωτική διοίκηση ώστε αυτή να περάσει ουσιαστικά σε λαϊκό και κοινωνικό έλεγχο. κ.λ.π.

Και σήμερα είναι απολύτως επείγουσα η πολιτική και κοινωνική αναγκαιότητα να προχωρήσει μια τέτοια μετεκλογική μετωπική συγκρότηση της αριστεράς.Γι αυτό η όποια κριτική γίνεται γύρω από πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ο τρόπος και ο χαρακτήρας της κριτικής, είναι τελικά δηλωτική και σε σχέση με το ποια θα είναι η στάση του κάθε ρεύματος της αριστεράς απέναντι στο μετεκλογικό ενδεχόμενο μιας αριστερής κυβέρνησης.  Εάν δηλαδή θα στηρίξει κριτικά και συντροφικά με τους όποιους αναγκαίους διαχωρισμούς, ή θα προχωρήσει σε τυφλή και στείρα αντιπαράθεση, θέτοντας σε τελευταία ανάλυση εναντίον της και ένα τεράστιο μέρος των λαϊκών μαζών.

Αυτή είναι η ελάχιστη προϋπόθεση ώστε να δοθεί η μάχη από καλύτερες θέσεις. Γιατί η αριστερά δεν πρέπει να ασχολείται με κομματικές σκοπιμότητες και ιστορικά ξεκαθαρίσματα. Αντίθετα πρέπει να παλεύει μαζί με τον λαό για την νίκη. Για μια νίκη που σήμερα ευρύτερες λαϊκές μάζες πιστεύουν ότι μπορεί να επιτευχθεί.

Αλέξης Κώστας

Αποστόλου Μιχάλης

Σερετίδης Χρίστος


 
Picture
1.Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι ραγδαίες – εκρηκτικές και γεννούν απόλυτη αμηχανία στον αστικό πολιτικό κόσμο μέσα και έξω από την χώρα.Στην συγκυρία του διεθνοποιημένου άγριου καπιταλισμού και της βαθιάς κρίσης του, η Ελλάδα μετατρέπεται σε αδύνατο κρίκο της ευρωσυνθήκης και των συμφώνων σταθερότητας. Ο ελληνικός λαός, το λαϊκό κίνημα σε αυτήν την χώρα, αποτελεί μια πραγματική ενεργοποιημένηωρολογιακή πολιτική βόμβα στα θεμέλια του διεθνούς τοκογλυφικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.Στις συνθήκες αυτές, ακόμη και η πιθανότητα εκλογικής πολιτικής χειραφέτησης των λαϊκών μαζών, μια εκλογική νίκη μιας πρότασης αριστερής κυβέρνησης, αποτελεί ενδεχόμενο που αντικειμενικά βρίσκεται σε πλήρη αντιπαράθεση με τον πολιτικό αυταρχισμό των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων, της νεοφιλελεύθερης κοινωνικής καταστροφής, της εργατικής αποπτώχευσης,  της εθνικής ταπείνωσης.

2.Το σενάριο αυτό είναι εντελώς εφιαλτικό, τόσο για την κυρίαρχη ελληνική αστική τάξη, η οποία οδήγησε σε μια πρωτοφανή συντριβή τον δικό της πολιτικό και κοινωνικό συνασπισμό εξουσίας, όσο όμως και για το ευρωπαϊκό διευθυντήριο που βλέπει να καταρρέει το πείραμα της εθελοντικής αυτοχειρίας ενός ολόκληρου λαού στον βωμό της διατήρησης του φιλελευθέρου σφαγείου του ευρωπαϊκού τραπεζικού χρήματος, των χαμηλών επιτοκίων και πληθωρισμού. Πρόκειται για μια οριακή στιγμή στις παγκόσμιες ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις.Ζούμε λοιπόν σήμερα ιστορικές στιγμές. «Είμαστε όλοι Έλληνες» φωνάζουν οι λαοί της Ευρώπης. Η καρδιά χτυπάει στην Ελλάδα, χτυπάει δυνατά και χτυπάει αριστερά.

3.Όμως η αμηχανία, δεν αποτελεί προνόμιο μονάχα του αστικού πολιτικού συστήματος που φαίνεται να έχει χάσει σε ελάχιστο πολιτικό χρόνο, όλες τις εφεδρείες του. Η αμηχανία είναιέκδηλη και στην ελληνική αριστερά που φαίνεται ανέτοιμη να εκφράσει και να καθοδηγήσει όλη αυτήν την κοινωνική & πολιτική δυναμική.Από την μια μεριά ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να μπορεί να ανταλλάσει, να ενισχύει και να διευρύνει τους δεσμούς του με ένα νέο πλατύ ριζοσπαστικό πολιτικό ρεύμα που γεννιέται στην ελληνική κοινωνία με όρους μαζικούς και πλειοψηφικούς. Είναι το ρεύμα που εμφανίστηκε και έδωσε πρωτοφανή κοινωνική δυναμική στις πλατείες, στις παρελάσεις, στην σύγκρουση με το δεύτερο μνημόνιο. Όμως σωστά επισημαίνεται, ότι χωρίς μια καθαρή προγραμματική στρατηγική σύγκρουσης με την ευρωζώνη, το όποιο ριζοσπαστικό βήμα θα μένει μετέωρο και ανολοκλήρωτο,  όπως επίσης θα μοιάζει πάντα εύκολο για τις δυνάμεις του αστικού κόσμου, ναπολιορκήσουν την όποια δυναμική εκφράζεται στον ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον η προστασία του ευρώ μοιάζει να αποτελεί το ακρότατο όριο της πολιτικής του. 

4.Από την άλλη όμως και εκείνες οι δυνάμεις (ΚΚΕ & ΑΝΤΑΡΣΥΑ) που έχουν μια σαφή θέση για την ευρωζώνη και που θεωρητικά είναι εξοπλισμένες με μια σημαντική προγραμματικήπροετοιμασία αναφορικά με την αναγκαιότητα αποδέσμευσης της Ελλάδας από το ευρώ, δεν φαίνεται να μπορούν να τροφοδοτήσουν θετικά και να ανταλλάξουν με όλη  αυτήν την κοινωνική δυναμική η οποία σήμερα συναντιέται με τη αριστερά. Η συζήτηση (όπου ανοίγει), μεταφέρεται για μετά τις εκλογές, τις πιθανά μεγάλες αντιφάσεις που ενέχει το όποιο αποτέλεσμα, του κινδύνους για το λαϊκό κίνημα κλ.π.. Η ίδια συζήτηση όμως παρακάμπτει το κρίσιμο πολιτικό ζήτημα, της ανάγκης να νικήσει η αριστερά σε αυτές τις εκλογές. Η πρόκληση του να σκεφτούμε με κριτήριο μεγαλύτερο του ενός μήνα, υποβιβάζεται στην αμηχανία του να μην σκεπτόμαστεκαθόλου τι θα γίνει αυτόν τον μήνα.Αυτόν τον μήνα όμως η ελληνική κοινωνία είναι καζάνι που βράζει. Τώρα καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, τι σχήμα θα πάρουν οι εκφρασμένες πολιτικές δυναμικές. Όπως πέρυσι, ακριβώς τέτοιον καιρό, ο λαός στις πλατείες άνοιγε δρόμους για την ελληνική κοινωνία,  όπου η αριστερά  μετά βίας και με μεγάλη καθυστέρηση παρακολουθούσε, έτσι και φέτος σε αυτόν τον μήνα στην ελληνική κοινωνία επαναχαράσσεται με μαζικούς και πλατιούς όρους, η βαθιά συνείδηση της ελληνικής εργατικής τάξης και της ελληνικής νεολαίας.

5.Αυτήν την φορά, η κομματική περιχαράκωση, η προτίμηση των φεστιβάλ των πολιτικών νεολαίων, δεν μπορεί να έχει νομιμοποίηση, όχι μόνο στο λαϊκό κίνημα άλλα ακόμη και στον πιο συνειδητοποιημένο  αριστερό κόσμο. Σε αυτόν τον μήνα, είτε η αριστερά θα νικήσει και ένα μεγάλο πολιτικό ρήγμα θα έχει ανοίξει στην ΕΕ, σε αυτό το σιδερένιο κάστρο του καπιταλισμού, είτε η συνείδηση της ελληνικής εργατικής τάξης θα ρευστοποιηθεί κάτω από την πίεση της νεοφιλελεύθερης επέλασης και την θερμότητα της φτώχιας, της ανεργίας, της απόγνωσης, ανοίγοντας τον δρόμο στην ακροδεξιά και τον φασισμό.Ολόκληρη η ελληνική αριστερά χωρίς καμία εξαίρεση πρέπει να πάρει πλατιές πρωτοβουλίες, να συμμετάσχει στην εκλογική  μάχη, με σκοπό την εκλογική νίκη της αριστεράς, το μπλοκάρισμα της συγκρότησης κυβέρνησης της δεξιάς. Τώρα είναι η ώρα. Κάθε μια από τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις,  με τις απόψεις και τα σύμβολα της, θα πρέπει μέσα από την ιστορικότητα της άποψης της, να στηρίξει αυτό το ενδεχόμενο. Προφανώς θα αποτελούσε θετική συνθήκη, το ενδεχόμενο της κοινής εκλογικής συνεργασίας και συμπαράταξης της αριστεράς, όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό για λόγους που δεν χρειάζεται να αξιολογηθούνε τώρα.Παρόλα αυτά είναι αναγκαίο, η αναγκαία κριτική που γίνεται προς τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι συντροφική και να μην στρέφεται ενάντια στην αγωνία και την ελπίδα του ίδιου του λαού. Είναι αναγκαία η κατάκτηση μιας συνθήκης κριτικής αλλά και συμπόρευσης. Είναι αναγκαίο για το λαϊκό κίνημα, το ΚΚΕ  υπό την επιρροή της λαϊκής του βάσης να τοποθετηθεί θετικά στο ενδεχόμενο ψήφου στήριξης ή και ανοχής προς μια αριστερή κυβέρνηση που θα δεσμευτεί στην κατάργηση των μνημονίων, την διαγραφή του χρέους (ή του μεγαλύτερου μέρους του), την εθνικοποίηση των τραπεζών, την αναδιανομή  του πλούτου, την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να δώσει δυναμική στον εκλογικό αγώνα. 

6.Ο τίτλος αυτού του κειμένου είναι: «ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ με ΠΛΑΤΙΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΛΑΙΚΗ ΒΑΣΗ» Ενάντια στο ενδεχόμενο μιας μικροαστικής κοινοβουλευτικής διαχείρισης και αντιπροσώπευσηςΗ αριστερά, οι πιο προωθημένες και ριζοσπαστικές της δυνάμεις, πρέπει να απαιτήσουν το πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς, να  κατέβει να συζητηθεί και να ψηφιστεί σε κάθε πλατεία, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σωματείο. Για να νικήσει η αριστερά σε αυτήν τη εκλογική μάχη, θα πρέπει ο λαός να πάρει την υπόθεση στα χέρια του.Καμία νίκη δεν θα μπορέσει να έρθει από τηλεπαράθυρα. Καμία αριστερή και ριζοσπαστική κριτική δεν θα μπορέσει να φανεί χρήσιμη εάν απομονωθεί από την λαϊκή συνείδηση και γίνεται όπλο και εργαλείο των αστικών ΜΜΕ.Όλα τα ενωτικά πολιτικά & συνδικαλιστικά σχήματα,  όλη αυτή η μεταβλητή γεωμετρία σχημάτων που περιλαμβάνουν αγωνιστές όλων των αριστερών πολιτικών ρευμάτων, πρέπει αποφασιστικά να ζητήσουν και να πετύχουν πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς να κατεβεί στις λαϊκές και τοπικές συνελεύσεις, να ψηφιστεί και να τροποποιηθεί από το λαϊκό κίνημα.Η αριστερά πρέπει να νικήσει σε αυτές τις εκλογές και για να το κάνει, θα πρέπει να δώσει την μάχη με όρους μιας πλατιάς παράταξης, ενός Αριστερού και Λαϊκού Μετώπου: Ενωτικές λαϊκές και αριστερές πρωτοβουλίες, περιφρούρηση του δικαιώματος της δημόσιας συνάθροισης του λαού σε «ΛΑΙΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ» απέναντι στις προκλήσεις των ΝΑΖΙ με πρωτοπόρα δύναμη την ενωτική συσπείρωση της ριζοσπαστικής αριστεράς.

7.Προς την Κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να πάρει παραδειγματική πρωτοβουλία σε κεντρικό επίπεδο άλλα και σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο, με τρόπο συντροφικό και περά από μικροκομματικές σκοπιμότητες προκειμένου να ζητήσει να ανοίξει αυτή η συζήτηση «από τα πάνω» και «από τα κάτω». Να απευθύνει ανοιχτή επιστολή προς ΚΚΕ - ΣΥΡΙΖΑ και να απευθύνει με αποφασιστικότητα την πρόταση πως καμιά αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί χωρίς μια πλατιά οργάνωση του αγωνιζόμενου λαού. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι μια δύναμη που έχει την οργανωτική δυναμική και την αναγκαία πολιτική πυκνότητα, να στηρίξει μια τέτοια πρωτοβουλία.  Επίσης είναι σαφές πως η πολιτική δυναμική αυτού του πολιτικού χώρου υπερβαίνει την εκλογική του καταγραφή. Συνεπώς ένας συνδυασμός συντροφικής συναγωνιστικής απεύθυνσης και δημιουργικής κριτικής είναι δυνατό να συμβάλει καθοριστικά στο άνοιγμα της συζήτησης σε μια πιο προωθημένη και ριζοσπαστική πολιτική βάση.

8.Ο πολιτικός σεισμός της 6ης ΜΑΗ αποτέλεσε έναν κεραυνό που προμηνύει μια μεγάλη θύελλα. Έρχεται λοιπόν «Θύελλα» ενωτικών, ταξικών και πολιτικών αγώνων, πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης του ελληνικού λαού, διεύρυνσης της πολιτικής επιρροής της αριστεράς, ενωτικής πολιτικής δυναμικής για την ριζοσπαστική αριστερά και γιατί όχι εκλογικής παραδειγματικής ήττας των κομμάτων της δεξιάς και των ευρω-μονόδρομων.Εάν όμως τελικά ο αστισμός, καταφέρει να κυριαρχήσει και να σπρώξει αυτήν την θύελλα ενάντια στις λαϊκές τάξεις, δεν θα είναι μονάχα ευθύνη των όποιων δεξιών ρευμάτων μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και της προγραμματικής αμηχανίας της ευρω-φιλης αριστεράς. Θα είναι συνολική ευθύνη όλης της αριστεράς.Η αναγκαία προγραμματική θέση για σύγκρουση και αποδέσμευση της Ελλάδας από την ευρωζώνη, δεν πρέπει να αποτελεί στοιχείο περιχαράκωσης και φοβικού διαχωρισμού από τις λαϊκές μάζες, άλλα πυλώνα λαϊκής γείωσης και έκφρασης του αναδυόμενου ριζοσπαστισμού.Υπάρχει ακόμη χρόνος για διορθωτικές ενέργειες στον πολιτικό τόνο και στην τακτική, από όλες τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς με στόχο την προγραμματική ριζοσπαστικοποίηση όλης της αριστεράς και την εκλογική νίκη ενός υπό διαμόρφωση  Αριστερού και Λαϊκού Μετώπου.

Κανελλής Δημήτρης
Ποδιάς Κώστας
Χήτας Λάμπρος
31.5.2012

 
Picture
Η Ευρωπαϊκή Ένωση καιρό τώρα βαδίζει σε δρόμους που οδηγούν στην αποικιοποίηση μεγάλων γεωγραφικών περιοχών της ευρωπαϊκής Ηπείρου (των χωρών που αυτές περιέχουν), ενώ οι κάτοικοί τους μετατρέπονται σταδιακά σε δουλοπάροικους. Όλα αυτά γίνονται υπέρ του τραπεζιτικού κεφαλαίου και του βορειοευρωπαϊκού καπιταλιστικού κέντρου που επιδιώκει να βρεθεί σε θέση ισχύος στον ανταγωνισμό του με τις άλλες ολοκληρώσεις Ασίας και Αμερικής.Η πορεία αυτή τα τελευταία εκατόν είκοσι χρόνια, όσες φορές και αν ακολουθήθηκε στην Ευρώπη, οδήγησε σε μεγάλα δεινά και αιματοκύλισμα των λαών της, ενώ τελικά απέτυχε.Είμαστε βαθιά πεισμένοι πως όσες φορές και αν επιχειρηθεί θα αποτύχει (όπως άρχισε να δείχνει η σημερινή πραγματικότητα), λόγω και των διαφορετικών πολιτισμικών ταυτοτήτων που «συνυπάρχουν» στην Ε.Ε., έχοντας η κάθε μια βαθιές ρίζες και ιστορικό παρελθόν.Κατά την εκτίμησή μας λοιπόν η Ε.Ε. ή θα υπάρξει ως Συνομοσπονδία «ελεύθερων» και συνεργαζόμενων «ισότιμα» χωρών ή θα διαλυθεί.Είμαστε το πρώτο πείραμα αποικιοποίησης μιας χώρας της Ο.Ν.Ε που συνοδεύεται με μετατροπή των κατοίκων της σε δουλοπάροικους. Η προσπάθειά τους αυτή έχει μεγάλη σημασία για την πολιτική μας ανάγνωση, γιατί αφορά χώρα με ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα, διαφορετική από τη βορειοευρωπαϊκή.Η αποτυχία του πειράματός τους στη χώρα μας θα αποτελέσει μια μεγάλη συμβολή του ελληνικού λαού στη διαρκή προσπάθεια των λαών της Ευρώπης για ελευθερία και ισοτιμία, στη προσπάθειά τους να παράγουν και στο μέλλον πολιτισμό της καθημερινότητας.Είμαστε από εκείνους που πιστεύουν πως στον αγώνα αυτό πρέπει να ενωθούμε με βάση τις ελάχιστες εκείνες προϋποθέσεις που απαιτούνται, ώστε η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας και η χώρα, να σπάσουν τις αλυσίδες και να βαδίσουν σε άλλο δρόμο από εκείνον της υποτέλειας.

Αυτές οι ελάχιστες προϋποθέσεις πιστεύουμε πως είναι:
  • Η κατάργηση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων που τις συνοδεύουν
  • Η μονομερής διαγραφή του χρέους.
  • Η έξοδος από την Ο.Ν.Ε..
  • Η κρατικοποίηση των τραπεζών και των βασικών τομέων της οικονομίας.
  • Η άμεση αναδιανομή του πλούτου.
  • Η επιστροφή σε μια σχετικά αυτοδύναμη πραγματική οικονομία, με οικολογικό και δημόσιο πρόσημο
Πιστεύουμε πως για να γίνουν τα παραπάνω απαιτείται ένα πλατύ λαϊκό μέτωπο με πυρήνα και αφετηρία την αριστερά. Πιστεύουμε ακόμα πως αυτά δεν απαιτούν την κρατικοποίηση ολόκληρης της οικονομίας, την πλήρη δηλαδή κατάργηση της αγοράς, όπως έγινε στην πρώην Σοβιετική Ένωση, την Κίνα, κλπ, γιατί ούτε αποτίμηση της αποτυχίας τους έχει γίνει, ούτε ένα πειστικό και λογικά βιώσιμο όραμα έχει ακόμα αναδυθεί.Λίγες μέρες μετά τις εκλογές διαπιστώνουμε πάλι, πως η άποψη που πριν αναπτύξαμε και πιστεύουμε πως υιοθετείται από μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, δεν κατάφερε να συγκροτηθεί σε πολιτικό και κοινωνικά ορατό μέτωπο. Η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τις πολιτικές οργανώσεις και τους ανένταχτους της αριστεράς, που ως φορείς της άποψης αυτής δεν κατάφεραν να ενωθούν στα πλαίσια του απαραίτητου λαϊκού μετώπου.Ο ελληνικός λαός όμως απάντησε δια της ψήφου του με βάση τις δυνατότητές του και τις δυνατότητες που είχαν δημιουργήσει από πριν οι πολικές δυνάμεις της χώρας.Η απάντηση αυτή δεν χωράει παρερμηνείες: «Κατάργηση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων που τις συνοδεύουν. Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Κρατικοποίηση των τραπεζών και αναδιανομή του πλούτου υπέρ των εργαζομένων».Γνωρίζουμε πολύ καλά πως θα ασκηθούν απίστευτοι εκβιασμοί στο λαό μας για να υποταχτεί στις θελήσεις του ντόπιου και ξένου κυκλώματος εξουσίας. Του απαιτούν να ξεχάσει ποιος είναι, να ξεχάσει την ελευθερία και τα παλιά του έθιμα.Ο λαός μας βρίσκεται μπροστά σε μια μάχη ύπαρξης. Είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπίσουμε τα ελάχιστα των ελαχίστων από τις απαιτήσεις του, έτσι όπως διατυπώθηκαν με την ψήφο του.Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ θα φέρουν βαριά ευθύνη εάν παρεκκλίνουν από τις στοιχειώδεις λαϊκές απαιτήσεις, δηλαδή την άμεση ακύρωση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων, τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, την κρατικοποίηση των τραπεζών και την αναδιανομή του πλούτου υπέρ των ασθενέστερων.Η ευθύνη αυτή δεν είναι στιγμιαία, αλλά διαρκής και άρα ιστορική. Το παραμικρό τους πισωγύρισμα θα γιγαντώσει τη δεξιά όλων των μορφών στη χώρα μας και θα οδηγήσει σε περιπέτειες τον ελληνικό λαό απεχθέστερες από την ανέχεια και την φτώχεια.Βαριά ευθύνη επίσης θα φέρουν όλες οι άλλες δυνάμεις της αριστεράς, των κοινωνικών κινημάτων και των εργασιακών χώρων, που οφείλουν να ορθώσουν ανάστημα ενάντια στον εκβιασμό του λαού μας και υπέρ των πολιτικών δυνάμεων που δίνουν την μάχη επιβίωσης του.Οι δυνάμεις του συμβιβασμού, όπου και αν βρίσκονται (ΔΗΜΑΡ, εσωτερικό ΣΥΡΙΖΑ, κλπ), πρέπει να ηττηθούν, ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες να προδοθεί ο λαός. Όποιοι δεν βοηθήσουν για την ήττα αυτών των δυνάμεων θα φέρουν την ίδια ευθύνη που αναλαμβάνει σήμερα το ΚΚΕ με την πολιτική του. Μια πολιτική που προβάλλει τη ριζική ανατροπή του καπιταλισμού «εδώ και τώρα», όταν γνωρίζει ότι δεν υπάρχουν προϋποθέσεις. Έτσι η σημερινή πολιτική του ΚΚΕ στα μάτια του λαού είναι πολιτική για καλύτερη ζωή μετά θάνατον. Επομένως δημιουργεί λαϊκή απογοήτευση, παράλυση των λαϊκών αντιστάσεων, κατακερματισμό των δυνάμεων του αναγκαίου λαϊκού μετώπου, με ένα λόγο αντικειμενικά διευκολύνει τη λαϊκή ήττα από τις αντιδραστικές δυνάμεις.Καλούμε τις δυνάμεις της αριστεράς, των κοινωνικών, εργασιακών και οικολογικών κινημάτων, να επιχειρήσουν σε όλη τη χώρα πλατιές λαϊκές συγκεντρώσεις με ανοικτό διάλογο για να εκφραστούν όλοι όσοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη ήττας του μαύρου δεξιού μπλόκ που συγκροτείται.Καλούμε τις οργανώσεις της αριστεράς που αντιλαμβάνονται την ανεπάρκεια της συγκρουσιακής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ και έχουν αμφιβολίες για την φερεγγυότητά του, να αντιληφθούν πως το κύριο σήμερα είναι η έστω και εκλογικά μικρή ήττα του ντόπιου και ευρωπαϊκού κατεστημένου.Τέλος καλούμε από τώρα τις δυνάμεις που κατανοούν πως η κατάργηση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων χωρίς την έξοδο από την Ο.Ν.Ε. δεν αρκεί για μια νίκη του λαού μας με μονιμότερα χαρακτηριστικά, σε προσπάθεια συγκρότησης του λαϊκού μετώπου της επόμενης μέρας.* 25-5-2012Αντώνης Ναξάκης, Μαθηματικός, Κολυμπάρι ΧανίωνΒασίλης Βασιλειάδης, Πληροφορικός-Παιδαγωγός, Πύργος ΗλείαςΒασίλης Δημόπουλος, Φυσικός, Πάτρα ΑχαΐαςΓιάννης Ρήγος, Μηχ. Μηχανικός, ΑθήναΗλίας Γεωργαλής, Οδοντίατρος, Αστακός ΑιτωλοακαρνανίαςΝίκος Μπέκης, Φιλόλογος, Βέροια ΗμαθίαςΠαναγιώτης Μπούρδαλας, Φυσικός-Θεολόγος, Πάτρα ΑχαΐαςΤάσος Σχίζας, Πολ. Μηχανικός, Πάτρα ΑχαΐαςUPDATE: Σάββατο, 26-5-2012 - Προσθήκες υπογραφών:Άκης Κατσούλας, Κοινωνιολόγος, ΑθήναΠαναγιώτης Βήχος, Μουσικοσυνθέτης, Αθήνα  


 
Picture
Του Βαγγέλη Αντωνίου


Όταν η συστημική προπαγάνδα επιχειρεί να σε παγιδέψει, ακόμη χειρότερα να σε αξιοποιήσει, εντάσσοντας αυτά που λες στο δικό της σχεδιασμό της συγκυρίας, όπως πάντα, υπάρχουν δύο τρόποι να αντιδράσεις. Ο ένας είναι να επιμείνεις σταθερά, εξηγώντας “ήρεμα κι απλά” τη θέση σου κι ο άλλος η άτακτη υποχώρηση, η κυβίστηση.

Η δημόσια παρέμβαση του Αλέκου Αλαβάνου και ό,τι επακολούθησε αφορά στην πρώτη εκδοχή. Η ανακοίνωση της Κ.Ο.Ε., με αφορμή την τηλεοπτική εμφάνιση του Στυλιανίδη, που ανέσυρε το αφισάκι του 2010 για αποχώρηση από την ευρωζώνη, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης.

Και δυστυχώς δεν είναι το μοναδικό σύμπτωμα. Η επικοινωνιακή γραμμή απόσυρσης, “απαγκίστρωσης” από διακηρυγμένες θέσεις αλλά και “απόστασης” από γενετικά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας του Σύριζα, ενόψει της πίεσης που δέχονται τα στελέχη του στις δημόσιες εμφανίσεις τους, είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Με τα αντίθετα ακριβώς αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα. Αντί δηλαδή να καθησυχάζεται το τμήμα του “εκλογικού κοινού” το οποίο τα στελέχη του Σύριζα θέλουν να καθησυχάσουν - γιατί ευτυχώς οι περισσότεροι “δεν μασάνε” - μάλλον αυτό ακριβώς το εκλογικό κοινό εμπεδώνει ενστικτωδώς την εικόνα που μανιωδώς τα μίντια θέλουν να του καλλιεργήσουν: ότι ο Σύριζα έχει “κρυφή ατζέντα”.

Οι δεκαπέντε σημειώσεις στο πρόχειρο και οι μετεξεταστέοι

Για δύο κυρίως ζητήματα εγκαλείται, από “φίλους” και αντιπάλους, ο Αλέκος Αλαβάνος για την παρέμβασή του: για το timing αφενός και αφετέρου για την αξιοποίηση σημείων της παρέμβασης αυτής από το επικοινωνιακό μπαράζ πιέσεων που ασκεί το σύστημα προς το Σύριζα. Για όσους καλόπιστα ασκούν τέτοια κριτική, η απάντηση ή τουλάχιστον η βάση συζήτησης περιέχεται στο ίδιο το κείμενο, αν κανείς μπει στον κόπο να το διαβάσει ολόκληρο και όχι αποσπασματικά. Και αφορά τις ουσιαστικές εκτιμήσεις του Αλέκου Αλαβάνου (που απηχούν σε μεγάλο βαθμό το συνολικό προβληματισμό των στελεχών του Μ.Α.Α.) για τη συγκυρία. Αν αποδεχθεί κανείς ότι οι προβληματισμοί αυτοί έχουν στοιχειώδη πραγματική βάση ή τουλάχιστον ότι διατυπώνονται με ειλικρίνεια - άσχετα από το βαθμό συμφωνίας επ' αυτών - τότε οι επιφυλάξεις θα πρέπει να αρθούν. Και να προχωρήσουμε στον ουσιαστικό διάλογο. Πολλοί ήδη το κάνουν. Όπως ο Γ. Θεωνάς, όπως ακόμη-ακόμη και ο Ν. Φίλης στο Κόκκινο και άλλοι.

Η παρέμβαση του Α. Αλαβάνου δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Προς τιμήν του ο Α. Τσίπρας δήλωσε ότι οι απόψεις ήταν γνωστές και ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν υπήρξε εκλογική συμπόρευση στις 6 του Μάη. Η δήλωση αυτή αποτελεί και επίσημη απάντηση στην παραφιλολογία στην οποία αρέσκονται ορισμένοι να αναδεικνύουν συνεχώς ψυχολογικές ερμηνείες, με όρους παιδοκτονίας, πισώπλατων μαχαιρωμάτων, αυτοκτονικών και αυτοκαταστροφικών ροπών και να διαιωνίζουν παρόμοια διαχωριστικά σύνδρομα.

Οι θέσεις αυτές του Α. Αλαβάνου - και του Μ.Α.Α. - διατυπώθηκαν λίγες μέρες μετά τις εκλογές, στις οποίες ο Σύριζα ήταν ο νικητής, 35 μέρες πριν το β΄ γύρο των εκλογών της 17 Ιούνη, το αποτέλεσμα των οποίων κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι μπορεί να επηρεαστεί - και μάλιστα αρνητικά - από την τοποθέτηση του Α. Αλαβάνου. Η συγκυρία εντός της οποίας διατυπώθηκαν οι θέσεις αυτές ήταν η εξέλιξη των διερευνητικών εντολών, το αποτέλεσμα άλλωστε των οποίων μάλλον θετικό - από τη σκοπιά τουλάχιστον των πολιτικών επιδιώξεων - μπορεί να χαρακτηριστεί για το Σύριζα: ο σχηματισμός μνημονιακής κυβέρνησης αποτράπηκε, ο Σύριζα δεν μπήκε στο κάδρο. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το διλημματικό πεδίο εντός του οποίου αντικειμενικά θα διεξαχθεί ο εκλογικός αγώνας και αφορά την ευρωζώνη, το έθεσε ο Α. Αλαβάνος και το Μ.Α.Α. Συνεπώς οι αιτιάσεις που αφορούν στα “διαδικαστικά” ζητήματα του χρόνου και του τρόπου εκφοράς των απόψεων θα πρέπει να παραμεριστούν. Εκτός κι αν για κάποιους εντέλει είναι ενοχλητικό να τοποθετείται ο Αλαβάνος και όχι π.χ. ο Βαρουφάκης, ο οποίος, τι σύμπτωση, τις ίδιες εκείνες μέρες έκανε δημόσια παρέμβαση αποδομώντας ένα προς ένα τα 5 σημεία κυβερνητικής πρότασης του Σύριζα, καλώντας τον Α. Τσίπρα να διαλέξει πάραυτα: τον ευρωπαϊσμό ή τις συνιστώσες.

Ανάμεσα στις δύο εκδοχές αντιμετώπισης της τοποθέτησης του Α. Αλαβάνου εκ μέρους του Σύριζα, αυτή του Δ. Παπαδημούλη - η οποία, δυστυχώς παραμένοντας αναρτημένη στα ιστολόγια του ΣΥΝ και του Σύριζα, αποτελεί μέχρι και σήμερα την “επίσημη” τοποθέτηση - και αυτών του Γ. Θεωνά κ.ά., στον προχθεσινό “Δρόμο” διαγνώστηκε και μια τρίτη: αυτή του Χ. Καραμάνου, που τιτλοφορείται “τα εύλογα ερωτήματα μιας δυσάρεστης έκπληξης”. Η οποία, ενώ εμπεριέχει στην κατακλείδα της μια ουσιαστική τοποθέτηση (περί φάσεων και προσωρινών συμβιβασμών εντός της ευρωζώνης), για την οποία ασφαλώς θα άξιζε ένας δημόσιος διάλογος, ταυτόχρονα επιχειρεί να απαντήσει στην παρέμβαση του Α. Αλαβάνου όχι επί της ουσίας αλλά περί διαγραμμάτων, χωρίς να αποφεύγει μάλιστα τον πειρασμό της περαιτέρω καλλιέργειας ψυχολογικών συνδρόμων και διαχωρισμών. Ποια “έκπληξη” άραγε ένιωσε ο Χ. Καραμάνος από την παρέμβαση του Α. Αλαβάνου; Που βρισκόταν ο ίδιος μέχρι προχθές και παριστάνει τον έκπληκτο; Ή μήπως όσα γράφει είναι απλώς “ξεκάρφωμα” και προετοιμασία για την κυβίστηση που ακολούθησε; Πότε είπε ο Α. Αλαβάνος ότι “ο Σύριζα αποκρύπτει την αλήθεια από το λαό”; Αποτελούν οι θέσεις του Α. Αλαβάνου και του Μ.Α.Α. διάρρηξη με το “δυναμικό της αριστεράς, που τον στήριξε σε μια σειρά πρωτοβουλίες” ή μήπως διατυπώνοντάς το έτσι ακριβώς ο Χ. Καραμάνος στοχεύει σε μια ανομολόγητη αυτοεκπληρούμενη προφητεία; Και επειδή εγκαλεί - δήθεν καλόπιστα - τον Αλαβάνο γιατί δεν έστειλε μια επιστολή, ένα ταχυδρομικό περιστέρι βρε αδερφέ, μήπως, λέω μήπως, κάποιοι διαπιστώνουν πράγματι έκπληκτοι ότι η περίοδος κατά την οποία, πατώντας σε δύο βάρκες, παρίσταναν τους διαμεσολαβητές και τους διερμηνείς, παρήλθε ανεπιστρεπτί και στο τέλος-τέλος κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς ρόλο;

Ας έλθουμε όμως στην ουσία. Η τοποθέτηση του Α. Αλαβάνου περιέχει ορισμένα κομβικά σημεία:

1. Τα όρια διαπραγμάτευσης εντός της ευρωζώνης είναι πολύ περιορισμένα. Προχθές ο ίδιος ο Δραγασάκης σε τηλεοπτική του τοποθέτηση είπε ξεκάθαρα ότι οι αλλαγές στην Ευρώπη (εκλογή Ολάντ κλπ.) δεν μπορεί να επηρεάσουν τον πυρήνα του προβλήματος της χώρας.

2. Περιθώρια σοσιαλδημοκρατικών λύσεων δεν υπάρχουν στο έδαφος της παρούσας καπιταλιστικής κρίσης, ειδικά για την Ελλάδα. Κι αυτή η θέση μπορεί να αναγνωστεί και ως απάντηση στους φόβους πολλών συναγωνιστών μέσα στο Σύριζα που διατυπώνονται περί σοσιαλδημοκρατικής μετάλλαξης του σχήματος.

3. Η αριστερά - στο σύνολό της - οφείλει να τοποθετηθεί επιτέλους πάνω στο δίλημμα που είναι υπαρκτό και να το απαντήσει αποδομώντας το φόβο που καλλιεργεί το συστημικό μπλοκ

4. Οι πέραν του Σύριζα αριστερές δυνάμεις (ΚΚΕ και Ανταρσύα) οφείλουν να μπουν στο πεδίο της παρούσας πολιτικής σύγκρουσης.

5. Γραμμή μετωπικής αριστερής συμπόρευσης αποτελεί η διακηρυγμένη θέση “καμιά θυσία για το ευρώ” και στο πεδίο αυτό οφείλουμε να καταστούμε προγραμματικά επαρκείς.

Το πλαίσιο αυτό θα μπορούσε ν' αποτελέσει βάση συζήτησης για το σύνολο των υπαρκτών αριστερών δυνάμεων. Δεν είναι αυτούσια η ατζέντα του Μ.Α.Α., όπως δεν είναι αυτούσια η ατζέντα του Κ.Κ.Ε. (του οποίου άλλωστε η ηγεσία έχει επιλέξει το δρόμο του ενδοαριστερού εμφύλιου και δυστυχώς - για το κίνημα συνολικά - θα το πληρώσει) ή της Ανταρσύα. Είναι μια ατζέντα απόλυτα συμβατή με το πολιτικό πλαίσιο του Σύριζα, ο οποίος αναμφισβήτητα αποτελεί σήμερα τον κορμό των δυνάμεων της αριστεράς, εκφράζει προνομιακά τη δυναμική της ριζοσπαστικοποίησης σημαντικών κοινωνικών δυνάμεων. Περαιτέρω, στη βάση της θέσης του Αλέκου Αλαβάνου “το χειρότερο σενάριο είναι η άτακτη έξοδος με απροετοίμαστο το λαό και το κίνημα”, χωρίς να χρειάζεται να τοποθετηθεί κανείς επί της ουσίας, αρκεί ορθολογικά να το θεωρεί ως ένα έστω και ελάχιστα πιθανό ενδεχόμενο, διατυπώνεται η πρόταση της κοινής επεξεργασίας ενός εναλλακτικού σχεδίου β΄, χρήσιμου εντέλει και για τη γραμμή της διαπραγμάτευσης, όσες επιφυλάξεις κι αν υπάρχουν - και υπάρχουν πολλές - περί αυτής.

Μπορεί η συζήτηση αυτή να γίνει σε κλειστά γραφεία, με επιστολές, non paper και διαμεσολαβήσεις, ή οφείλει να γίνει δημόσια, μέσα στον καθαρό αέρα του ζωντανού λαϊκού κινήματος και του κόσμου της αριστεράς;

Εμείς λέμε καθαρά το δεύτερο. Δεν αφορά κάποιο σχέδιο επί χάρτου με αλγοριθμικές εξισώσεις αλλά όρους προετοιμασίας του λαού και του κινήματος, που πρέπει να συμμετέχει ενεργά. Προαπαιτείται για να γίνει η συζήτηση αυτή η “ένταξη στο ρεύμα”, όπως πολλοί ισχυρίζονται; Η απάντηση είναι ότι η συζήτηση δεν γίνεται από μηδενική βάση αλλά και αδικείται από τέτοιου τύπου προαπαιτούμενα. Αφορά άλλωστε και δυνάμεις της αριστεράς πέραν του Σύριζα, πέραν του Μ.Α.Α., ένα σημαντικό δυναμικό της Ανταρσύα, που κατανοεί, αντίθετα απ' όσα διατυπώνονταν προεκλογικά από ορισμένους, ότι σήμερα απαιτείται “η εμπλοκή στο συνεχές”, ότι η ανασύνθεση του τοπίου της αριστεράς δεν γίνεται με απομονώσεις και υγειονομικές ζώνες.

Ορισμένα προαπαιτούμενα

Λίγες μέρες πριν (Παρασκευή 10/5) είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω στην ανοιχτή συνέλευση του Σύριζα στη Χαλκίδα και να ζήσω από κοντά τον ενθουσιασμό και την ελπίδα του κόσμου, που συμμετείχε με πρωτοφανή για τα δεδομένα της πόλης μαζικότητα αλλά και διάθεση ενεργητικής παρουσίας. Όπως το συνηθίζουμε στα μέρη μας, επακολούθησε σε διπλανό τσιπουράδικο συμπόσιο με την αρχαιοελληνική εκδοχή του, με πλούσια και ανοιχτόκαρδη συζήτηση. Μέχρι αργά, τις 3 τη νύχτα, είχα τη δυνατότητα να συζητήσω επί μακρό με το βασικό προσκεκλημένο-ομιλητή, ο οποίος τυχαίνει να είναι κεντρικό στέλεχος του ΣΥΝ (απ' αυτούς που κλειδώθηκαν μέσα στο γραφείο για να αποφασίσουν τα 5 σημεία της κυβερνητικής πρότασης) και θεωρείται από τους στενούς συνεργάτες του Α. Τσίπρα. Διαπίστωσα έκπληκτος, με ορισμένη μάλιστα αγωνία και απογοήτευση - την οποία δεν δίστασα να εκφράσω ευθέως απέναντί του κι ας με συγχωρεί αν τον στενοχώρησα - ότι υπάρχει πράγματι η άποψη σε κάποια κεντρικά επιτελεία ότι “η Μέρκελ είναι τελειωμένη και η Ευρώπη αλλάζει”. Είναι άλλο πράγμα να θέλεις να εμπνεύσεις το λαό με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία κι άλλο να έχεις εσύ ο ίδιος λαθεμένη υπερεκτίμηση. Αυτό μπορεί να αποδειχτεί καταστροφικό για τον κόσμο, που ξαναλέω ότι όλοι μας πρέπει να κάνουμε το παν για να μη διαψευστεί. Πρώτο λοιπόν προαπαιτούμενο: να επανεξεταστούν, στο βαθμό που υπάρχουν, εκτιμήσεις για τα όρια διαπραγμάτευσης εντός ευρωζώνης. Εμείς υποστηρίζουμε, πέρα από την προγραμματικά διαφορετική μας άποψη για τη γενετική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, ότι η σημερινή ισορροπία της ευρωπαϊκής - και κύρια της γερμανικής - ελίτ με τις διεθνείς χρηματαγορές δεν θα διακυβευτεί εκ μέρους τους για την Ελλάδα. Οι όποιες προσαρμογές θα είναι “περιφερειακού” χαρακτήρα κι όχι δομικές.

Δεύτερο προαπαιτούμενο: Αν η βασική πολιτική γραμμή του Σύριζα, ενόψει μιας πιθανής δυνατότητας για κυβέρνηση, εξελιχθεί σε κυβερνητικό πρόγραμμα που θα επιδέχεται ενεργό συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ ή και του ΠΑΣΟΚ, πρόγραμμα που θα εξασφαλίζει “μια ανεκτή ισορροπία με την ευρωζώνη” και θα αποσκοπεί σε επιμέρους - όχι δομικές - αλλαγές του μνημονίου, είναι φανερό ότι καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη μιας “προγραμματικής αριστερής αντιπολίτευσης” (γράφει σχετικά ο “Άρης Μεσούντας” στην Ίσκρα), με προφανή επίσης δυνατότητα κινηματικής συμπόρευσης με δυνάμεις του Σύριζα.

Τρίτο προαπαιτούμενο: Η πολιτική γραμμή ρήξης να είναι σταθερή. Το ενδεχόμενο της ήττας στη μάχη που επίκειται δεν πρέπει να αποθαρρύνει κανέναν μας να εμπλακεί, ίσα-ίσα πρέπει να δοθεί με όλα μας τα όπλα. Άλλωστε και ο β΄ γύρος δεν θα κρίνει τελεσίδικα και οριστικά την έκβαση των πραγμάτων. Η μεγαλύτερη σύγκρουση της γενιάς μας είναι μπροστά μας. Υπέροχη κατάσταση που έλεγε κάποια ψυχή.

Σε κάθε περίπτωση, η συστράτευση είναι αυτονόητη, άσχετα από τα προαπαιτούμενα. Η μάχη πρέπει να δοθεί με όρους παράταξης. Κι αυτό πρέπει να το εννοούμε - και να το κάνουμε πράξη - όλοι. Κι όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι...

 
Picture
«Δεν μπορεί κάποιοι να είναι αντίθετοι με τρόικα-μνημόνιο και από την άλλη να μην αμφισβητούν την ΟΝΕ, το ευρώ και το νεοφιλελεύθερο ιερατείο που λέγεται ΕΕ!»

Η υπέρβαση μνημονίου και τρόικας μόνο προο­δευ­τική και σοσιαλιστική μπορεί να είναι. Αυτό προϋποθέτει σύγκρουση με ευρώ, ΟΝΕ και τελικά με την ΕΕ, λέει ο Παναγιώτης Λαφαζάνης κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ στο «Εθνος της Κυριακής»

Την επιλογή της σύγκρουσης με το ευρώ, την ΟΝΕ και τελικά την Ευρωπαϊκή Ενωση επιλέγει ως δρόμο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Παναγιώτης Λαφαζάνης, ενώ σε ό,τι αφορά την επιστροφή της δραχμής επισημαίνει ότι «το νόμισμα της χώρας δεν είναι φετίχ». Ο κ. Λαφαζάνης αφήνει σαφείς αιχμές κατά της πλειοψηφίας του ΣΥΝ, λέγοντας ότι «δεν μπορεί κάποιοι να είναι αντίθετοι με την τρόικα – μνημόνιο και από την άλλη να μην αμφισβητούν την ΟΝΕ και το ευρώ».

Γιατί είναι ασύμβατη η προοδευτική αλλαγή στο πλαίσιο της ΟΝΕ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης;
Προοδευτικοί και σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί σε μια χώρα της ευρωζώνης δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τα ακραία νεοφιλελεύθερα μονεταριστικά δόγματα που κυριαρχούν στο πλαίσιο του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η ΕΕ εξελίχθηκε με τις αλλαγές στις Συνθήκες της, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’90, σε ένα γερμανικής κατασκευής εξάμβλωμα, όπου όλα είναι θεσμικά παραδομένα στους τραπεζίτες και στις αγορές. Το ευρώ, ιδιαίτερα, δεν είναι απλώς ένα ενιαίο νόμισμα. Στην ουσία συγκροτήθηκε, στο πλαίσιο της ΟΝΕ, ως ένας μηχανισμός υπέρ των πιο ισχυρών χωρών, ο οποίος διευρύνει τις αποκλίσεις, τις ανισότητες και τις ανισορροπίες στην ευρωζώνη. Ιδιαίτερα μέσα στη σημερινή καπιταλιστική κρίση, το ευρώ εξελίσσεται σε μηχανισμό καταρρεύσεων των χωρών της περιφέρειας.

Μια χώρα που θέλει να ακολουθήσει ένα νέο προοδευτικό, σοσιαλιστικό δρόμο χρειάζεται μια νομισματική πολιτική που να ευνοεί την ανάπτυξη, την παραγωγική ανασυγκρότηση και την απασχόληση. Χρειάζεται τον έλεγχο στην κίνηση των κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Είναι απαραίτητο να προχωρήσει στον δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τον επαναπροσανατολισμό του. Στον δημόσιο-κοινωνικό έλεγχο και ανασυγκρότηση στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Στην αποεμπορευματοποίηση κρίσιμων κοινωνικών αγαθών. Στη δημόσια παρέμβαση για τη στήριξη κλάδων της οικονομίας και κοινωνικών προσανατολισμών.

Ολα αυτά και πολλά άλλα είναι ασυμβίβαστα με το καθεστώς που διέπει το ευρώ, την ΟΝΕ αλλά σε δεύτερη φάση και την Ευρωπαϊκή Ενωση και το οποίο γίνεται όλο και χειρότερο. Θα προσέθετα, μάλιστα, ότι βρίσκονται σε ευθεία σύγκρουση μαζί τους!

Αλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά μόνο η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ;
Μέσα στο «ευρώ», αλλά και σε σημαντικό βαθμό μέσα στην Ε.Ε., μία προς μία, οι περιφερειακές χώρες εξωθούνται στην εξάρθρωση, την κατάρρευση και τη «μνημονιακή» κηδεμονία της τρόικας.

Μέχρι προχθές μας λέγανε ότι το «μαύρο πρόβατο» ήταν μόνο η «προβληματική» Ελλάδα. Τον δρόμο της Ελλάδας συνέχισε, όμως, η Ιρλανδία, που ήταν το υπόδειγμα των νεοφιλελεύθερων απορρυθμίσεων. Ακολουθεί σύντομα η Πορτογαλία και ίσως η Ισπανία! ­­Δυστυχώς, εναλλακτικός δρόμος πέραν της τρόικας, των επ’ αόριστον «μνημονίων» και του φρικτού καθεστώτος της «ελεγχόμενης πτώχευσης» που προετοιμάζει η Γερμανία, δεν φαίνεται να υπάρχει, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όλες τις χώρες της περιφέρειας εντός της ευρωζώνης και σε ένα δεύτερο χρόνο εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης!

Δεν μπορεί κάποιοι να είναι αντίθετοι με τρόικα-μνημόνιο και από την άλλη να μην αμφισβητούν την ΟΝΕ, το ευρώ και το νεοφιλελεύθερο ιερατείο που λέγεται ΕΕ!

Η υπέρβαση του μνημονίου και της τρόικας ή θα είναι προοδευτική και σοσιαλιστική ή θα είναι ψευδεπίγραφη και δεν θα υπάρξει! Και για να είναι προοδευτική και σοσιαλιστική πρέπει να βρίσκεται σε σύγκρουση με το ευρώ, την ΟΝΕ και τελικά την Ευρωπαϊκή Ενωση!

Μπορεί η χώρα μας εκτός ΕΕ με μόνο «όπλο» τη δραχμή;
Η χώρα μας με τα μόνα όπλα που μπορεί να πορευτεί μέσα σε αυτή την κρίση είναι τα «όπλα» των νέων προοδευτικών και σοσιαλιστικών λύσεων. Το νόμισμα κάθε χώρας δεν είναι «φετίχ». Μπορεί να έχει μια χώρα νόμισμα το ευρώ και να πτωχεύσει. Μπορεί να έχει ένα εθνικό νόμισμα και να ευημερεί.

Μια οποιαδήποτε χώρα της ευρωζώνης και όχι μόνο η Ελλάδα, που θα ακολουθήσει προοδευτικούς δρόμους, δεν σημαίνει ότι θα απομονωθεί ή θα οδηγηθεί στην εθνική αναδίπλωση. Κάθε άλλο!

Μια χώρα που θα ανοίξει πρώτη προοδευτικούς και σοσιαλιστικούς δρόμους στην ευρωζώνη και την Ε.Ε. είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προκαλέσει ένα παλιρροϊκό κύμα προοδευτικών αλλαγών και σε άλλες χώρες, που θα ρηγματώσουν, αν δεν ανατρέψουν, την Ε.Ε. για να ανοίξουν καινούργιους δρόμους ευρωπαϊκής συνεργασίας, πέρα από τον μονεταρισμό και νεοφιλελευθερισμό.

Ακόμα, όμως, και αν αυτή η χώρα της ευρωζώνης παραμείνει μόνη, ακολουθώντας προοδευτικές αλλαγές εκτός ευρωζώνης, αυτή η κατάσταση θα είναι πρόσκαιρη και προσωρινή, αφού η σημερινή ευρωζώνη αλλά και η ΕΕ είναι αμφίβολο αν επιβιώσουν, παρά μόνο ως «κοινωνικά και οικονομικά νεκροταφεία» χωρών και λαών και με την οικονομική και κοινωνική «κινεζοποίηση» του Νότου!

Το νόμισμα κάθε χώρας δεν είναι «φετίχ». Μπορεί να έχει νόμισμα το ευρώ και να πτωχεύσει ή να έχει ένα εθνικό νόμισμα και να ευημερεί.

Μέσα στην Ε.Ε., μία προς μία, οι περιφερειακές χώρες εξωθούνται στην κατάρρευση και τη «μνημονιακή» κηδεμονία της τρόικας.

 
Κανελλής Δημήτρης, Στόμη Παγώνα, Χήτας Λάμπρος (23-04-2012)
(Υποψήφιοι Βουλευτές & Συνεργαζόμενοι με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Μέλη της ΑΡιστερής ΑΝασύνθεσης)


1. Από πολιτική άποψη βρισκόμαστε σε μια οριακή στιγμή. Όλη η ενέργεια που απελευθερωνόταν από τις σημαντικότατες λαϊκές και εργατικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου  διαστήματος, μοιάζει να συμπιέζεται πλέον εκρηκτικά μέσα στη βουβή προετοιμασία της αστικής κοινοβουλευτικής εκλογικής διαδικασίας. Μοιάζει αυτή η πολιτική μουγκαμάρα της δημοκρατίας fast food που επιβάλλεται στη χώρα, σαν την προσωρινή σιωπή που κάνει η χύτρα ταχύτητος, όταν της έχουν αφαιρέσει την βαλβίδα εκτόνωσης.

Είναι σαφές πως η αθλιότητα των συνεχών εκβιαστικών διλημμάτων που θέτει στον ελληνικό λαό το ΔΝΤ, η ΕΕ και η ντόπια ολιγαρχία των τραπεζών του πολιτικού κατεστημένου και των media, φάνει σε ένα ποσοτικό όριο πέραν του οποίου, η ταχύτητα των πολιτικών εξελίξεων θα είναι ραγδαία και εκρηκτική.
Δύο ανοιχτά ενδεχόμενα υπάρχουν πέρα από αυτό  το πολιτικό όριο που ζούμε σήμερα:
Α) Είτε η αστική κοινοβουλευτική διαδικασία θα αποκαταστήσει την πολιτική νομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης επέλασης: της εσωτερικής υποτίμησης, της ολοκληρωτικής αποπτώχευσης του ελληνικού λαού, της συντριβής των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθερίων των εργαζομένων, του γενικευμένου εθνικού κοινωνικού και πολιτισμικού αποπληθωρισμού.
Β) Είτε το μεγάλο νεοφιλελεύθερο πείραμα της «αυτόβουλης» υποδούλωσης και της απελπισμένης αυτοχειρίας ενός ολοκλήρου λαού στο ναό του ΕΥΡΩ και των τραπεζικών κερδών,  θα έχει αποτύχει. Μαζί θα έχει δεχτεί συντριπτική ήττα και το γαλλογερμανικό σχέδιο οικονομικής κατίσχυσης όλων των λαών της Ευρώπης. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο εάν συμβεί, αναγκαστικά θα ελευθερώσει σημαντικές πολιτικές δυναμικές τόσο για την ελληνική κοινωνία όσο και για το σύνολο των λαών της Ευρώπης αμφισβητώντας ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα του καπιταλιστικού χρήματος και του νεοφιλελευθερισμού.

2. Συνεπώς αυτή η εκλογική αναμέτρηση ενέχει σήμερα μια τεράστια πολιτική σημασία. Σε πείσμα εκείνων των αριστερών αναλυτών που περιφρονούν την σημασία της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η ιστορία πάντα πρωτότυπη, επιλέγει σε αυτήν τη χρονική στιγμή, η πορεία ενός ολόκληρου λαού να καθορίζεται από μια εκλογική διαδικασία με πανευρωπαϊκή πολιτική διάσταση και σημασία.  (Σχετικά δείτε και την συνέντευξη του Παναγιώτη Λαφαζάνη στην ΙΣΚΡΑ: «Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 6ης ΜΑΗ»). Αν το σκεφτούμε καλύτερα θα διακρίνουμε ότι δεν υπήρχε και άλλος τρόπος. Η εκλογική διαδικασία σταδιακά αναδεικνυόταν ως το πεδίο μιας συνολικής ταξικής αναμέτρησης με καθοριστική πολιτική σημασία και συνεπώς ως μια αναπόφευκτη πρόκληση για τις δυνάμεις της αριστεράς. 

Άλλωστε η αυταρχική θωράκιση του κράτους απέναντι στα λαϊκά κινήματα, η συνεχής διαφυγή των κυβερνήσεων των μνημονίων στην ωμή αστυνομική βία ως πραχτική επίλυσης όλων των πολιτικών προβλημάτων, αποτέλεσαν πολιτικές επιλογές οι οποίες βάθαιναν συνεχώς το έλλειμμα πολιτικής νομιμοποίησης τους. Συνεπακόλουθα η εκλογική διαδικασία σταδιακά αναδεικνυόταν ως η μοναδική επιλογή για τον αστικό συνασπισμό προκειμένου να διατηρήσει μια δυναμική ηγεμονίας. Αυτή η επιλογή του κράτους, το να μετατρέπει σε κόλαση αστυνομικής βίας, κάθε αυθόρμητη αγωνιστική εκδήλωση του λαού και η ταυτόχρονη επιλογή της συντριβής της εργατικής τάξης με ποσοστά ανεργίας που θυμίζουν τις προπολεμικές κρίσεις των δύο παγκοσμίων πολέμων, αναγκαστικά ανέδειξε και μια τάση για συνεχή αναβάθμιση των πολιτικών διλημμάτων και εκβιασμών. Το εκβιαστικό δίλλημα «ευρώ ή χάος» σταδιακά εγκαταστάθηκε μέσα από την ρητορεία του αστικού πολιτικού προσωπικού ως το σύγχρονο πολιτικό ανάλογο του «Καραμανλής η Τανκς». Πρόκειται για ανοιχτό εκβιασμό και απροκάλυπτη απειλή για τις λαϊκές μάζες. Από την άποψη αυτή το πολιτικό σύστημα  επιλέγει τη συνεχή αναβάθμιση των πολιτικών επίδικων και διλημμάτων που θέτει.  Η επιβολή ενός καθεστώτος αστυνομικής και κοινωνικής βίας από τη μια, σημαίνει και την ανάγκη για γενική πολιτική επικράτηση και την αναγκαστική επένδυση στο στοίχημα της στρατηγικής αμηχανίας των αντιπάλων του.

Ήδη σε πολύ σύντομο χρόνο και ομολογουμένως με μεγάλο δείκτη ελαστικότητας και αποτελεσματικότητας, το πολιτικό σύστημα μπόρεσε να δημιουργήσει το νέο «κόμμα» (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και τραπεζιτών), ως την ναυαρχίδα του στόλου του και ταυτόχρονα να προετοιμάσει ένα σύνολο εφεδρικών-γεννόσημων κομμάτων προκειμένου να συμπληρώσει  την πολιτική του αρμάδα και να ελέγξει εκλογικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια (ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ κ.λ.π.)

Στη γενική κατεύθυνση της εκλογικής προετοιμασίας του πολιτικού συστήματος, δεν πρέπει να αγνοήσουμε την αλλαγή βάρδιας που γίνεται και στο χώρο της ακροδεξιάς με την ενίσχυση της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, ως μια δύναμης που να μπορεί να δοκιμάζει να αναχαιτίζει το λαϊκό κίνημα  με όρους ξενοφοβικού «ανορθόδοξου πολέμου» όπως επίσης κα την πειθάρχηση του ΛΑΟΣ σε ελάχιστα ποσοστά και με τον ταυτόχρονο μνημονιακό εξορθολογισμό του οικονομικού πολιτικού του προγράμματος (υπό την πολιτική επιτροπεία του Κύρτσου).

Σε αυτό το κλίμα δεν είναι τυχαία και η συστηματική επίθεση στην αριστερά, η προσπάθεια ανακοπής της επιρροής της, οι συνεχείς εμφυλιοπολεμικές αναφορές. Αστυνομική βία απέναντι σε κάθε ριζοσπαστικό σκίρτημα και συνεχής αναβάθμιση του στρατηγικού χαρακτήρα των πολιτικών διλημμάτων. Αυτή είναι η πολιτική επιλογή των αστικών επιτελείων. Δεν χωρεί πλέον καμία αμφιβολία πως η επαύριο των εκλογών θα είναι κόλαφος για τις λαϊκές μάζες, εφόσον αυτές ηττηθούν πολιτικά.

3. Σε αυτό το τοπίο και προχωρώντας προς τις εκλογές της 6ης Μαΐου είναι πλέον φανερό πως το μεγάλο μέρος των δυνάμεων της αριστεράς (όλων των ιστορικών ρευμάτων) δεν μπορούμε να υπερβούμε την στρατηγική μας αμηχανία. Παρόλη την δυναμική που αναδείχτηκε από το λαϊκό κίνημα, παρόλη τη συντριβή της κυβέρνησης Παπανδρέου στις πλατείες και τις παρελάσεις και την αναπάντεχη φθορά της κυβερνητικής εφεδρείας της ΝΔ, εντούτοις  κανένας από τους βασικούς πόλους της αριστεράς δεν μπόρεσε να το τροφοδοτήσει και να τροφοδοτηθεί με τρόπο ικανό ώστε να αντιπαρατεθεί στην αστική επίθεση. Η όποια δημοσκοπική ανάπτυξη της εκλογικής επιρροής της αριστεράς δε σημαίνει σε καμία περίπτωση και απάντηση των στρατηγικών ερωτημάτων της περιόδου. Γι’ αυτό άλλωστε και αυτή η δημοσκοπική ανάπτυξη παραμένει περιορισμένη σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες που επιτρέπει η συνολική, η «οργανική» κρίση των σχέσεων εκπροσώπησης του αστικού πολιτικού συστήματος.

Από την πλευρά του ΚΚΕ, η αύξηση του πολιτικού πήχη από τον αντίπαλο συνεχίζει να απαντιέται με ένα ιδιότυπο στρουθοκαμηλισμό που βλέπει τον αποδεκατισμό των δικαιωμάτων τη εργατικής τάξης ως μια ειδικού τύπου αυτοαναφορική δικαίωση και ως μια ευκαιρία για την διάλυση όλων των άλλων εκδόχων της αριστεράς, σε μια διαδικασία υπερμελλοντικής οργάνωσης της «Λαϊκής Εξουσίας». Η πολιτική του «Πέντε κόμματα δυο Πολιτικές» στις σημερινές συνθήκες μεταφράζεται σε αδυναμία ανάληψης κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας και την εμπέδωση μιας φοβικής στάσης απέναντι στα κινήματα.
Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι η ταλάντευση και η στρατηγική αμηχανία της προηγούμενης περιόδου και η αδυναμία ιεράρχησης ενός συνεκτικού αριστερού πολιτικού λόγου, σταδιακά αντικαθίσταται (για την πλειοψηφική ομάδα) από μια κατεύθυνση όπου αναμένει την αστική τάξη να επαναπροσδιορίσει τη στάση της σε προοδευτικότερη κατεύθυνση. Μοιάζει ως να αναμένει την όποια προοδευτική κοινωνική εξέλιξη όχι από την ριζοσπαστική δράση του λαού και της αριστεράς, αλλά μέσα από την ενδυνάμωση των αντιφάσεων της αστικής κίνησης. Κατ’ ελάχιστον είναι ανεδαφικό, το  να θεώρει κάποιος ότι σε αυτήν την συγκυρία μπορεί να προστατευτεί το λαϊκό εισόδημα και η απασχόληση, να γίνει στάση πληρωμών στο ληστρικό χρέος, να ανοίξει ένας κύκλος παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας και να παραμένουμε ταυτόχρονα και στο ευρώ, δηλαδή σε συμφιλίωση με την κυρίαρχη αστική επιλογή. Συνεπώς η όποια επίκληση ενότητας και πρόταση συνεργασίας που γίνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ προς την αριστερά, φέρει ταυτόχρονα και μια συντηρητική στόχευση που μοιάζει να απευθύνεται στην αντίθετη εντελώς κατεύθυνση, εφόσον αυτή δεν περιλαμβάνει ως βασικό της στοιχείο την ανάγκη της πολιτικής και κινηματικής προετοιμασίας του λαού σε μια διαδικασία πολιτικών τομών και ρήξεων εντός της ελληνική κοινωνίας, διαδικασία αναγκαστική, εφόσον αναγκαστική είναι και σύγκρουση με την ευρωζώνη.

Στα πλαίσια αυτά, καμία αξία δεν μπορεί να έχει η όποια κυβερνητική στρατηγική της αριστεράς όσο ριζοσπαστικά και αν εκφέρεται, εφόσον δεν μπορεί να στηρίζεται σε ένα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα ιδεολογικά προετοιμασμένο για τις αντιφάσεις που ενέχει μια αλλαγή κατεύθυνσης για τη χώρα. Συνεπώς η άρνηση (της πλειοψηφικής ομάδας) του ΣΥΡΙΖΑ να αναφερθεί στην ανάγκη της ρήξης με το ευρώ και της ΕΕ, καθώς και η άρνηση της ρητής απαίτησης για διαγραφή του χρέους, εν τέλει σημαίνει άρνηση της σύγκρουσης με τους βασικούς πυλώνες της αστικής ιδεολογικής επέλασης. Είναι αφελές το να πιστεύει κάποιος πως το στοιχειό αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από τα λαϊκά στρώματα και πως αυτή η πολιτική φυγομαχία δεν συμβάλει τελικά στη νομιμοποίηση της αστικής ρητορείας και την εξουδετέρωση της αριστερής δυναμικής. Το γεγονός αυτό τελικά συμβάλει στην μείωση εν τέλη της αξιοπιστίας κάθε εναλλακτικής αριστερής και ριζοσπαστικής στρατηγικής.

Από την άλλη μεριά, μέσα σε αυτό το τοπίο και η πολιτική πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπόρεσε να αλλάξει τα δεδομένα. Χωρίς παλμό, χωρίς βηματισμό, χωρίς πρωτοβουλίες άμεσων αποφασιστικών και ειλικρινών πολιτικών κινήσεων που να προσπαθούν να συσπειρώσουν τις πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές της αντίστασης. Σε αυτήν τη συγκυρία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ φαίνεται να σκορπά την ευκαιρία που αντικειμενικά είχε, να αποτελέσει τον πολιτικό καταλύτη μιας ανατρεπτικής ριζοσπαστικής και ενωτικής διαδικασίας εντός της αριστεράς. Η συνεχής ταλάντευση ανάμεσα στην ανάγκη να βαθύνει το προγραμματικό περιεχόμενο μιας αναγκαίας ριζοσπαστικής πολιτικής πρότασης με γειωμένες χωροχρονικές συντεταγμένες και στην έμφυτη ενόρμηση για αποφυγή των δύσκολων ερωτημάτων διαμέσου της ευκολίας του επαναστατικού βερμπαλισμού, τελικά την οδηγεί στο να παραμένει στα όρια της πολιτικής καταγραφής των ιστορικών οργανώσεων που την απαρτίζουν.

Αντικειμενικά τα όποια θετικά στοιχεία προκύπτουν, από την πολιτική διακήρυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με άξονες τη στάση πληρωμών προς τους δανειστές,  τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και του νομίσματος, την προστασία του λαϊκού εισοδήματος, της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, αυτά εξανεμίζονται ακριβώς τη στιγμή που αδυνατεί να τα μετουσιώσει σε προγραμματικό πλαίσιο με το οποίο να μπορεί να συγκροτεί πολιτικές συμμαχίες και συνεργασίες.

4. Ειδικότερα για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναγκαίο να επισημάνουμε πως όλη αυτή η αμηχανία που διαφάνηκε στην θετική απάντηση του ΜΕΤΩΠΟΥ Α&Α και την τελική άρνηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πρόταση εκλογικής και πολιτικής συνεργασίας (την οποία υποτίθεται πως η ίδια είχε αρχικά κάνει), τελικά  δείχνει ακριβώς τα πολύ στενά πολιτικά όρια αυτού του πολιτικού χώρου. 
Όλος αυτός ο τρόπος της «ιεραξεταστικής» αξιολόγησης της ιστορικής διαδρομής των προσώπων και γενικότερα η εχθρική συμπεριφορά απέναντι στο πρόσωπο του Αλέκου Αλαβάνου, όσο όμως στο σύνολο των συντρόφων και αγωνιστών του ΜΕΤΩΠΟΥ Α&Α και κυρίως όλη η συμβολική σημασία που έχει η άρνηση συνεργασίας με εκείνες τις δυνάμεις που έδωσαν ανοιχτή πολιτική σύγκρουση με τα ίδια τα δικά τους πολιτικά σχήματα και παραδόσεις, εκφράζοντας την ανάγκη ριζοσπαστικού επανακαθορισμού της ελληνικής κοινωνίας και του εαυτού τους μέσα σε αυτή, αναγκαστικά σημαίνει και την πλήρη αντιστροφή της αναγκαίας ιεράρχησης των πολιτικών στόχων και προτεραιοτήτων της περιόδου.

Σε τελευταία ανάλυση με πιο κριτήριο το ΚΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έκρινε πως ο Αλέκος Αλαβάνος περισσεύει από την εκλογική μάχη της 6ης Μάιου. Ποιος είναι αυτός ο Αλαβάνος και τί κακό έχει κάνει στο λαϊκό κίνημα; Δεν είναι αυτός που αρνήθηκε να παραμένει αρχηγός ενός αριστερού πολιτικού κόμματος που η πλειοψηφία του αρνούταν επίμονα την ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού του λόγου; Ποιος άλλος αρχηγός κόμματος της αριστεράς στην Ελλάδα έχει συγκρουστεί από τα αριστερά με την κοινωνική βάση του κόμματος του και ε, αυτού έχει αρνηθεί τη βουλευτική του έδρα, προκειμένου να συναντηθεί με τις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς; Δεν είναι αυτός που έδωσε τον κοινοβουλευτικό αγώνα για την πολιτική στήριξη του φοιτητικού κινήματος το 2006-2007 στη μάχη για την υπεράσπιση του άρθρου 16 του συντάγματος; Δεν είναι αυτός που στην εξέγερση που ακολούθησε την δολοφονία του Γρηγορόπουλου το Δεκέμβρη του 2008,  αρνήθηκε να καταγγείλει την νεολαιίστικη αυθόρμητη αντιβία, σε πείσμα ολόκληρου του αστικού πολιτικού συστήματος (συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ); Τελικά ποιος είναι αυτός ο Αλέκος Αλαβάνος που περισσεύει από τη σημερινή αναμέτρηση; Έχει πολλούς Αλαβάνους η Ελληνική αριστερά; Και αν τελικά αυτός ο άνθρωπος περισσεύει, τότε σε ποιον απευθύνεται η πρόταση για συγκρότηση πολιτικού «μετώπου ρήξης και ανατροπής» που έκανε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ;

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτή την κορυφαία πολιτική μάχη των εκλογών, ακριβώς σε εκείνη την χρονική περίοδο που επιχειρείται η εκλογική νομιμοποίηση μιας πολιτικής που σκοπεύσει στην ολοκληρωτική συντριβή των εργαζομένων, δυστυχώς δεν μπαίνει στον εκλογικό πολιτικό αγώνα αξιοποιώντας το σύνολο του διαθέσιμου αριστερού πολιτικού δυναμικού, ώστε να συμβάλει αποφασιστικά στο στόχο της εκλογικής συντριβής του ΠΑΣΟΚ&ΝΔ, και την ενίσχυση της ριζοσπαστικής αριστεράς πάνω από το αναγκαίο αναγνωρίσιμο όριο του 3%,  δηλαδή πάνω από το όριο της έμπρακτης αποδυνάμωσης της κοινοβουλευτικής ισχύος του αντιδραστικού συνασπισμού, δηλαδή για την νίκη της αριστεράς στις εκλογές και την ενίσχυση των δυνάμεων που παλεύουν για την αποδέσμευση της χώρας από την μέγγενη του ΔΝΤ και του ΕΥΡΩ. Αντίθετα επιλέγει τη μειοψηφική εκλογική καταγραφή ενός καθαρού (υποτιθέμενου) πολιτικού ρεύματος αναδιπλασιάζοντας ως μικρογραφία την πολιτική του ΚΚΕ (και συνεπώς νομιμοποιώντας την κιόλας).

Η κίνηση αυτή βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα των αναγκαιοτητών της περιόδου, αφού μεταφέρει το κέντρο βάρος της αντιπαράθεσης εντός του ενδοαριστερού εμφύλιου (χωρίς μάλιστα προφανή αιτία) ακριβώς την στιγμή που απαιτείται η μέγιστη κρουστική δύναμη από την πλευρά της αριστεράς για την αναχαίτιση της αστικής επίθεσης. 

5. Αυτή η στρατηγική αμηχανία της αριστεράς στην συγκυρία αποκτάει μια ειδικότερη (αρνητική βαρύτητα) εάν εξεταστεί υπό το πρίσμα της ίδια της κίνησης των λαϊκών μαζών και του τεράστιου μεγέθους και ιστορικής σημασίας λαϊκών κινητοποιήσεων που εξελίχθηκαν σε όλη την προηγούμενη περίοδο. Σε αυτό το φόντο η αναζήτηση των στοιχείων ενός αριστερού πολιτικού προγράμματος δεν μπορεί να γίνεται με όρους ιδεοληπτικούς, αλλά ως εκείνη η κοινωνική αναγκαιότητα και συνάμα εκείνη η πραγματική πολιτική δυνατότητα που αναδύεται μέσα από την ίδια την μαχητική διεκδίκηση και πάλη του λαού.

Από την άποψη αυτή είμαστε αναγκασμένοι να θεωρήσουμε πως ανεξάρτητα από τις επιμέρους προσεγγίσεις και ιδιολέκτους, είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός Λαϊκού μετώπου με κέντρο την αριστερά, που να μπορεί να προωθήσει άμεσα τους αναγκαίους μεταρρυθμιστικούς στόχους, της στάσης πληρωμής του χρέους, της μονομερούς διαγραφής του, (ή τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του), της αποδέσμευσης της χώρας από την ευρωζώνη και το ΔΝΤ, την εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, την προστασία του λαϊκού εισοδήματος και της απασχόλησης, την προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών,  την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.

Σήμερα είναι φανερό πλέον πως αυτό το περιεχόμενο δεν έχει μονοσήμαντα αριστερό πρόσημο, ούτε η επίτευξή του θα αποτελούσε την εγγυημένη απαρχή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αποτελεί όμως την αναγκαία συνθήκη για την αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, την αναγκαία διαδικασία για το ξεδίπλωμα όλης της δυναμικής του λαϊκού κινήματος, την αναγκαία κοινωνική και πολιτική συνθήκη για τη ρεαλιστική ωρίμανση των προϋποθέσεων της αριστερής ηγεμονίας και της αναζήτησης μια νέας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής. 

Προφανώς αυτή η προοπτική του Λαϊκού μετώπου με κέντρο την αριστερά είναι διαφορετική από μια γενική επίκληση της ανάγκης ενός αριστερού μετώπου, ή της ανάγκης για ενότητα της αριστεράς. Η προοπτική του Λαϊκού μετώπου, συγκροτείται μέσα από την στοχοπροσήλωση της αριστεράς στην υπεράσπιση των αναγκών των λαϊκών μαζών. Αυτή η ισχυρή διασύνδεση της αριστεράς με τις λαϊκές μάζες είναι και η μοναδική συνθήκη, που μπορεί να επιτρέψει την ενδυνάμωση και ενίσχυσή της, αλλά και την ενδυνάμωση και ενίσχυση και των λαϊκών αγώνων.

Αυτή η προοπτική δεν είναι η αφηρημένη προβολή και αυτοαναφορική πραγμάτωση των αριστερών στρατηγικών (πχ. η ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού αριστερού μετώπου ή η ενίσχυση του κομμουνιστικού κόμματος ή η αποδυνάμωση του ΚΚΕ και η ίδρυση ενός νέου κομμουνιστικού φορέα). Η επιμονή της τοποθέτησης αυτών των στρατηγικών αναζητήσεων  ως προαπαιτούμενων και όχι ως ενδεχομένων κάθε μετωπικής πολιτικής προσπάθειας και συνεργασίας, αντικειμενικά αναπαράγει τη διάσπαση εφόσον αναπαράγει διαχωρισμούς ορισμένους με ιδεοληπτικούς όρους. Αντίθετα η υπαγωγή όλων των προτεραιοτήτων των αριστερών μετώπων στις ανάγκες και τους αγώνες των λαϊκών μαζών μπορεί να δώσει την δυναμική του επαναστατικού προσδιορισμού στην αριστερά. Επαναστατικού με την έννοια εκείνης της αριστεράς που ανατρέπει τους όρους κατίσχυσης των λαϊκών μαζών από τον συνασπισμό εξουσίας, δηλαδή επαναστατική με όρους πολιτικής διαδικασίας και όχι αυτοαναγόρευσης. Μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε άλλωστε να διεκδικεί στο δικό της στρατόπεδο δυνάμεις, όπως το ΕΠΑΜ και όχι να τις παραδίδει εν τέλει στην πολιορκία του πατριωτικού συντηρητικού χώρου. Επίσης μια τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να ενισχύσει τη συζήτηση για την ανάγκη ανασύνταξης του κομμουνιστικού κινήματος με μαζικούς και λαϊκούς όρους και όχι με όρους ακαδημαϊκούς και εργαστηριακούς.

Αυτή η αντίφαση στο φόντο των εκλογών της 6ης Μαϊου γίνεται μέγιστη. Σε αυτό το φόντο η στρατηγική αμηχανία της αριστεράς από τη μία μεριά και το μέγεθος της αστικής επίθεσης από την άλλη oξύνουν όλες τις αντιφάσεις μας και αναδεικνύουν ότι στον πυρήνα της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος βρίσκεται και η αριστερά. Η ανατροπή του πολιτικού συστήματος και της συνθήκης κοινωνικής καταστροφής που επιβάλλεται σήμερα, περνάει μέσα από την ίδια την ανατροπή που πρέπει να γίνει στην αριστερά και την ανάγκη επαναστατικοποίησης των όρων ύπαρξης της. 

Αυτή είναι και η μεγάλη πολιτική παρακαταθήκη του κινήματος των πλατειών και των λαϊκών συνελεύσεων. Η πλατιά συνειδητοποίηση ότι στο μεγάλο κάδρο της πολιτικής κρίσης του πολιτικού συστήματος της χώρας, η αριστερά κατέχει τη δική της θέση. Τελικά το αίτημα των πλατειών, του «να γκρεμιστεί η κοινοβουλευτική χούντα», σταδιακά μετασχηματίζεται σε δήλωση καταγγελίας και της αριστεράς, εφόσον αυτή δεν οργανώνεται πολιτικά προκειμένου να αναλάβει την ευθύνη να υλοποιήσει αυτήν την ανατροπή.

Εάν τελικά αυτό δεν γίνει, εάν τελικά η αριστερά δεν ριζοσπαστικοποιηθεί, τότε αυτή η επίθεση που διεξάγει ο ταξικός αντίπαλος τελικά θα επιτύχει παράγοντας μη αντιστρεπτά αποτελέσματα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο εάν τελικά συμβεί, θα οφείλεται και στην αριστερά. Και το στοιχείο αυτό οι λαϊκές μάζες και θα το αξιολογήσουν και θα το αποδώσουν.

6. Συνεπώς από αυτήν την άποψη η «πρόταση» του αριστερού και λαϊκού μετώπου παρόλη την σχετική της αποδοχή, από ένα μεγάλο αριθμό πολιτικών στελεχών της αριστεράς σε όλες τις οργανώσεις και τα ιστορικά της ρεύματα, εντούτοις φαίνεται ότι αποτελεί μια μειοψηφική εκδοχή η οποία δεν καταφέρνει να δώσει τον ηγεμονικό τόνο, να ανασημασιοδοτήσει τις πολιτικές προτεραιότητες των οργανώσεων και των κομμάτων της αριστεράς, να ανοίξει γέφυρες επικοινωνίας και πολιτικής συνεργασίας, να συμβάλει καθοριστικά σε αλλαγή πορείας και στον αναγκαίο πολιτικό εξοπλισμό του λαϊκού κινήματος. 

Παρά τις επιμέρους μάχες που δίνονται μέσα στις οργανώσεις και τα κόμματα της αριστεράς, παρά τις επιμέρους νίκες στα σημεία, σε γενικές γραμμές δεν έχει γίνει κατορθωτό να αλλάξει η συνολική πολιτική κατεύθυνση στην αριστερά, να είναι δηλαδή αυτή η κυρίαρχη εκδοχή της αναγκαίας και νικηφόρας αριστερής προοπτικής.

Το ερώτημα αυτό αναγκαστικά πρέπει να απαντηθεί αυτοκριτικά από το σύνολο αυτών των πολιτικών στελεχών της αριστεράς και να απαντηθεί αποφασιστικά εντός των χωροχρονικών αναγκαιοτήτων της εποχής. Είναι πλέον φανερό πως όσες επιμέρους μάχες και αν κερδηθούν μέσα σε κάθε πολιτικό χώρο της αριστεράς το τελικό αποτέλεσμα θα παραμένει αρνητικό, εφόσον και οι προτεραιότητες είναι αντεστραμμένες. Γιατί σε τελευταία ανάλυση το ερώτημα δεν είναι το τί πρέπει να κάνει η κάθε οργάνωση, ή πόλος της αριστεράς, αλλά τί θα πρέπει να γίνει με το λαϊκό κίνημα, το ερώτημα είναι το πού πάει μια ολόκληρη χώρα.

Συνεπώς η ίδια η επιλογή του πεδίου της μάχης, δηλαδή η επιλογή του να παραμένει αυτή η υπόθεση, εσωτερικό ζήτημα για κάθε οργάνωση ξεχωριστά, καθιστά τελικά περιορισμένης αξιοπιστίας το ίδιο το αίτημα της μετωπικής πολιτικής συγκρότησης της αριστεράς. 

Όσο η γραμμή του Λαϊκού και αριστερού μετώπου θα δίνεται εντός των οργανώσεων με όλο το φορτίο των ιστορικών συμβολισμών, διαμεσολαβήσεων και αγκυλώσεων, τόσο αυτή η μάχη θα χάνεται. Αντίθετα θα πρέπει να υπάρξει μια καθαρή και αναγνωρίσιμη δύναμη στην ελληνική κοινωνία που να δοκιμάσει αυτήν την πολιτική πρόταση και να συμβάλει με τρόπο δημόσιο και αναγνωρίσιμο σε αυτήν την κατεύθυνση. Αυτή η πολιτική δύναμη αναγκαστικά θα φέρει τα χαρακτηριστικά ενός δικτύου προσωπικοτήτων που θα πρέπει να επιταχύνουν μια πορεία υπέρβασης του σημερινού τοπίου στρατηγικής αμηχανίας και κατακερματισμού των δυνάμεων της αριστεράς. Αυτή η πρωτοβουλία προσωπικοτήτων θα πρέπει να μπει κατ’ ευθείαν στα κύριο ζήτημα χωρίς υπεκφυγές και ταλαντεύσεις (κάτι που δεν έχει κάνει μέχρι σήμερα το Αριστερό Βήμα).

7. Από τη σκοπιά αυτή είμαστε και εμείς υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε στη δική μας ιδιαίτερη αυτοκριτική. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή δώσαμε τη μάχη ως μέλη της ΑΡΑΝ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με όσες δυνάμεις διαθέταμε, για να ενισχυθεί η δυναμική της πολιτικής πρότασης του Αριστερού και Λαϊκού μετώπου, εντός της ΑΡΑΝ και εντός του ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτήν την κατεύθυνση την παλέψαμε στα σχήματα γειτονιών και συμμετείχαμε με όλες μας τις δυνάμεις, στην προσπάθεια να ενισχυθεί ο πολιτικός χαρακτήρας των κινημάτων των πλατειών, να ανδρωθούν οι λαϊκές συνελεύσεις, να ενισχυθούν τα κινήματα ανυπακοής, να ενισχυθούν οι πρακτικές λαϊκής αυτοοργάνωσης. 

Σήμερα συνειδητοποιούμε πως αυτή η προσπάθεια δεν ήταν αρκετή. Σε ένα ορισμένο βαθμό επιτρέψαμε να διαμεσολαβείται η διάθεση μας για αγώνα και για ριζοσπαστική υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών στην αριστερά, από τα πολιτικά επιτελεία οργανώσεων και μετώπων που γεννήθηκαν όμως για να εξυπηρετήσουν μια άλλη συγκυρία αντιθέσεων.

Σήμερα η άρνηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει σε συνεργασία με το ΜΕΤΩΠΟ Α&Α, αυτή η αλλαγή προτεραιοτήτων στην επιλογή της καταγραφής ενός μειοψηφικού πολιτικού ρεύματος και όχι στην υλοποίηση της απόφασης της συνδιάσκεψής της, δηλαδή στην οικοδόμηση ενός πολιτικού «Μετώπου Ρήξης και Ανατροπής» ουσιαστικά μας αναγκάζει να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας. Ουσιαστικά αυτή η πολιτική επιλογή, μας καθιστά de facto συνεργαζόμενους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και όχι μέλη με την πλήρη έννοια του όρου. Εφόσον η συμμετοχή μας σε αυτό το μέτωπο αφορά την προώθηση μέρους των διατεινόμενων στόχων και όχι του συνόλου των στόχων που τίθενται.

Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε πως τα μέλη της ΑΡΑΝ αλλά και όλων των οργανώσεων που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλα τα μέλη όλων των τοπικών επιτροπών, οφείλουν να εγκαλέσουν τους εκπροσώπους τους, και να απαιτήσουν εξηγήσεις γιατί δε ζητήθηκε αποφασιστικά οι αποφάσεις να παρθούν στο 80μελες δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με σκοπό να απαιτηθεί μια άλλη ριζικά διαφορετική απόφαση.

Από την άποψη αυτή σε ότι μας αφορά, θεωρούμε για το επόμενο διάστημα όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά στο επίπεδο της πολιτικής μας στράτευσης, προκειμένου στην εξυπηρέτηση του στόχου του Αριστερού και Λαϊκού μετώπου, στο βαθμό που ένα τέτοιο ενδεχόμενο προωθηθεί από ένα ικανό σύνολο συντρόφων από όλους τους πολιτικούς χώρους της αριστεράς με τρόπο άμεσο, απτό και αποφασιστικό.

8. Σε αυτές τις εκλογές κατανοώντας τον λυσιτελή χαρακτήρα του συνόλου των διαθέσιμων αριστερών προτάσεων, θεωρούμε πως πρέπει να στηρίξουμε τα εκλογικά ψηφοδέλτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε αυτή τη συγκυρία δεν υπάρχει χώρος για αμηχανία. Απαιτείται με κάθε τρόπο η ενίσχυση των ψηφοδελτίων της αριστεράς και η πολιτική ήττα του αστικού συνασπισμού. Ειδικότερα η στήριξη των ψηφοδελτίων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρά τις αντιφάσεις που όλοι μας διαπιστώνουμε, συμβάλλει στην ενδυνάμωση ενός πολιτικού ρεύματος που κινείται στη ρητή καταγγελία του χρέους, στην πολιτική δήλωση ανυπακοής προς τις τράπεζες και την στάση πληρωμών, την ανάγκη ρήξης με την ΕΕ και το ΕΥΡΩ. Τα στοιχεία αυτά θεωρούμε ότι είναι καθοριστικά στην ανάγκη συγκρότησης του αριστερού και λαϊκού μετώπου.

Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε πως σε αυτές τις εκλογές το μεγάλο πολιτικό ζητούμενο είναι η νίκη της αριστεράς, και η πολιτική ήττα του αστικού συνασπισμού. Από την σκοπιά αυτή θεωρούμε πως δεν θα έχει κανένα πρακτικό και πολιτικό νόημα η οποιαδήποτε εκλογική ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στο βαθμό που συνολικά σε αυτές τις εκλογές θα ηττόταν η αριστερά.

Με αυτήν την οπτική είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε όλους εκείνους τους συντρόφους και αγωνιστές που δεν αρκούνται στην απλή εκλογική καταγραφή μιας πολιτικής διαμαρτυρίας, αλλά επιθυμούν με το δικαίωμα της ψήφου τους να συμβάλουν στην έμπρακτη κοινοβουλευτική αποδυνάμωση του αστικού συνασπισμού και στην ενδυνάμωση της αριστεράς. Συνεπώς σεβόμαστε όλους εκείνους του αγωνιστές που φέρουν αντίστοιχες αγωνίες και δίνουν τη μάχη σε αυτήν την κατεύθυνση μέσα από τα εκλογικά ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Σε κάθε περίπτωση θεωρούμε θετικό ενδεχόμενο το να ενισχυθούν εκείνες οι συμμετοχές που στρατεύονται στην υπόθεση του Λαϊκού μετώπου με κέντρο την Αριστερά.

Προφανώς όσο υπάρχουν άνθρωποι που αγωνίζονται, τόσο ο σπόρος της ελπίδας θα τινάζει ρίζες και το ενδεχόμενο μιας άλλης πορείας θα ξαναγεννιέται. Αυτό  όμως δε σημαίνει πως η παρέμβαση της αριστεράς μπορεί να στερείται χωροχρονικών προσδιορισμών. Από την 7η Μαΐου είναι αναγκαίο να παρθούν όλες εκείνες οι πολιτικές πρωτοβουλίες που θα αλλάξουν το σημερινό τοπίο στην αριστερά. Σε άλλη περίπτωση τα αποτελέσματα θα είναι δραματικά.